Το Αναλόγιο τιμά τη Λούλα Αναγνωστάκη
Η συγγραφέας διαβάζει τη Νίκη
Ομιλία του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Έκθεση με τίτλο «Το νεοελληνικό έργο και οι σκηνές που το στήριξαν – Λούλα Αναγνωστάκη»
Η ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΗ
ΣΟΦΙΑ:Τι με κοιτάς έτσι;
ΜΙΜΗΣ: Πώς σε κοιτάζω;
ΣΟΦΙΑ: Άγρια. Έχει γούστο να το μετάνιωσες κιόλας που μ’ έφερες εδώ. Άμα με βαριέσαι, φεύγω. Λέγε, θες να φύγω;
ΜΙΜΗΣ: Το ίδιο μου κάνει.
ΣΟΦΙΑ: Μυστήριος άνθρωπος… (Πάει και κάθεται στο ντιβάνι.) Παρ’ όλ’ αυτά μου εμπνέεις εμπιστοσύνη. Ίσως γιατί φαίνεσαι πολύ μεγαλύτερος από μένα. Πόσο είσαι; Σαράντα;
ΜΙΜΗΣ: Εκεί κοντά.
ΣΟΦΙΑ (κουνώντας ρυθμικά τα πόδια της): Είδες; Απ’ όλους τους άντρες, που στεκόντουσαν έξω απ’ το σταθμό, σένα πλησίασα και ρώτησα πού μπορώ να περάσω τη νύχτα μου. Κι όταν μου είπες, «στο σπίτι μου», σ’ ακολούθησα αμέσως. Θα μπορούσα, ωστόσο, να μιλήσω σε κανέναν νεαρό, ψέματα; Ήταν ένας με κόκκινο πουλόβερ, που έκανε πως διάβαζε μιαν αθλητική εφημερίδα. Μ’ έτρωγε με τα μάτια του. Όταν σηκώθηκα να φύγω, με πήρε από πίσω. Στο λόγο μου.
ΜΙΜΗΣ: Σε πήρε από πίσω; Δεν πιστεύω να σ’ ακολούθησε ως εδώ;
ΣΟΦΙΑ: Όχι δα. Μα τι, εσύ φοβάσαι στ’ αλήθεια!
Η ΠΟΛΗ
ΕΛΙΣΑΒΕΤ: Κοιτάζαμε. Εκείνος τέντωνε το δάχτυλό του σ’ ένα σημείο. «Εκεί», μου έλεγε, «εκεί πέρα, τα χαράματα ντουφεκίζουν τους καταδικασμένους σε θάνατο». Δεν καταλάβαινα γιατί επέμενε να μου το λέει αυτό κάθε βράδυ και να μου δείχνει τεντώνοντας το δάχτυλό του. Έπειτα χαθήκαμε κι έπειτα μια μέρα διάβασα τ’ όνομά του στην εφημερίδα. Ήταν κι’ εκείνος ανάμεσα στους καταδικασμένους σε θάνατο και είχε κι εκείνος εκτελεστεί την αυγή. Δεν είναι παράξενο;
Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ
ΖΩΗ: Άρη, τα σκυλιά! Αμολούν απάνω του τα σκυλιά, όλα τα σκυλιά ρίχτηκαν απάνω του, τον κομματιάζουν…
ΑΡΗΣ: Δε βλέπω πια τίποτα, δεν ξεχωρίζω…
ΖΩΗ: Τον κομματιάζουν!…
ΑΡΗΣ: Δεν βλέπω τίποτα… Δεν ξεχωρίζω…
ΖΩΗ: Άρη, φύγε! Φύγε απ’ το παράθυρο… Αυτός με τα μακριά μαλλιά μάς κοιτάζει…
ΑΡΗΣ: Ναι. Μας κοιτάζει. Μας είδε…
ΖΩΗ: Κάνει νόημα στους άλλους!… Θά ’ρθουν εδώ, θά ’ρθουν! Να, κοιτάζουν κι άλλοι! Έρχονται… Άρη, έρχονται…
Η ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Όλγα, τέλειωσες;
ΟΛΓΑ: Ναι. Τι κάνεις εκεί; Φύγε απ’ το παράθυρο.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Γιατί; Θες τίποτα;
(Η Όλγα την πλησιάζει στη βιτρίνα. Στέκονται τώρα δίπλα δίπλα.)
ΟΛΓΑ: Χιονίζει. Ο κόσμος αραιώνει. Μπορούμε να κλείσουμε τώρα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ναι.
ΟΛΓΑ: Άλλωστε σε λίγο θα αρχίσουν να ’ρχονται.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ (ανήσυχη): Λες να μην έρθουν;
ΟΛΓΑ: Θά ’ρθουν. Μην ανησυχείς.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Ίσως είναι καλεσμένος κι αλλού.
ΟΛΓΑ: Δεν το πιστεύω. Άκου. Θέλω να βγάλουμε το δέντρο αποδώ.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Θα χαλάσεις μια τόσο ωραία βιτρίνα;
ΟΛΓΑ: Αύριο θα το ξαναβάλω στη θέση του. Απόψε δε χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς, οι καλεσμένοι σου ξέρουν πως είναι Παραμονή.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Γιατί καλεσμένοι «μου». Δεν είναι δικοί μου! Μαζί τους καλέσαμε.
ΟΛΓΑ: Καλά, τώρα.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Κοίτα. Το ’στρωσε.
ΟΛΓΑ: Μη στέκεσαι πίσω απ’ τη βιτρίνα. Δεν είναι σωστό.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ: Μα τι πειράζει; Δε με προσέχει κανείς.
(Τραγουδά σιγά.)
ΑΝΤΟΝΙΟ Ή ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
ΣΑΛΛΥ (απότομα στην Αλίκη): Άκουσε! Έπρεπε να έρθω εδώ απόψε. Έπρεπε, καταλαβαίνεις; Δε γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσα να μείνω άλλο εκεί. Σ’ εκείνη την πόλη. (Στην Ελένη.) Είναι μια φριχτή πόλη. (Σηκώνεται.) Με αποκτήνωσε. (Πάει κοντά της.) Τι ωραίο φόρεμα που έχεις. Εγώ είμαι χάλια. Είσαι όμορφη. Σ’ ενοχλώ. Δε λες τίποτε. Δε μ’ αρέσει η σιωπή. Με τρομάζει. Θα ’πρεπε να το ξέρεις. Η Αλίκη θα ’πρεπε να σου το ’χει πει. Δεν ήμουν έτσι πριν παντρευτώ. Η Αλίκη το ξέρει, δεν ήμουν έτσι. Ζωγράφιζα κιόλας.
Η ΝΙΚΗ
ΝΙΚΟΣ: Ήδη που στεκόμαστε εδώ, νύχτα ώρα, γινόμαστε ύποπτοι. Ας περάσει κανένας αστυφύλακας και σου λέω. Έτσι θαρρείς, οποιανού του καπνίσει τριγυρνά νυχτιάτικα; Εδώ είναι οργανωμένη ζωή, δεν είναι Ελλάδα, μπάτε σκύλοι αλέστε!
Η ΚΑΣΕΤΑ
ΠΑΥΛΟΣ (ξαφνικά με κουρασμένη άχρωμη φωνή): Είναι ένα αστείο… Μια πλάκα που κάνω μόνος μου και διασκεδάζω. Στο στρατό μια φορά είχαμε κρύψει ένα μαγνητόφωνο. Βάζαν, λοιπόν, όλοι κασέτες, καθένας τη δική του, και λοιπόν τάχα απευθύνονταν σε σπουδαία πρόσωπα. Διάλεγαν Πρωθυπουργούς, σταρ του σινεμά, δεσποτάδες, στρατηγούς, ό,τι βάλει ο νους σου. Οι περισσότεροι λέγαν αισχρόλογα, κατάλαβες, βγάζαν τ’ απωθημένα τους, βρίζαν άσκημα, αλλά λέγαν και πολλά άλλα για τη ζωή τους, ό,τι βάλει ο νους σου. Εξομολογήσεις. Και λοιπόν. Εγώ διάλεξα έναν φονιά. Έναν Τούρκο παρακατιανό. (Κοιτά την ΚΑΤΕΡΙΝΑ.) Σ’ αυτόν μιλάω.
Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΟΠΛΟΥ
ΚΑΤΙΑ: Όλο πρέπει κάτι να κάνω, ξέρεις. Δεν τα βγάζω πέρα. Όχι μ’ όλους μαζί. Σίγουρα δεν έκανα για οικογένεια. Είναι κακό πράγμα η οικογένεια. (Ανάβει σαν θυμωμένη τσιγάρο.) Ήμουνα τόσο ερωτευμένη με το Δημήτρη. Τώρα δεν μπορώ ούτε να τον βλέπω. Δε θέλω να μ’ αγγίζει. Δε θέλω να μ’ αγγίζει κανείς!
ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΚΑΙ ΜΠΛΟΥΖ
ΕΙΡΗΝΗ (αμήχανη): Είναι υπέροχο, ε;
ΑΝΝΑ (ήρεμα): Ναι, είναι υπέροχο.
ΕΙΡΗΝΗ: Το φορούσε, γράφει, και σου είχε αρέσει πολύ.
ΑΝΝΑ: Ναι, πάρα πολύ. Μ’ αρέσει που όλα τα διαμάντια του είναι άσπρα.
(Μιλάνε ήρεμα εκτός τόπου και χρόνου.)
ΕΙΡΗΝΗ: Ναι, έχεις δίκιο. Όλα είναι άσπρα. Όχι χρωματιστά.
(Το περιεργάζεται.) Έχει κι ένα μωβ. Αυτό είναι αμέθυστος.
Δες, δες…
(Το κοιτάζουν. Παύση.)
ΑΝΝΑ (ξαφνικά): Είναι σαν θαύμα, μόλις το είδα να το φοράει εκείνη η γυναίκα, σκέφτηκα πόσο το ήθελα –τόσο πολύτιμο πράγμα– και ξαφνικά. Να το. Ίσως έτσι να γίνεται αποδώ και πέρα: όλο θαύματα και θα πραγματοποιούνται οι επιθυμίες.
ΕΙΡΗΝΗ: Κι εγώ, είπα, χτες μέσα μου: Να αρέσω στον Άντζελο. Και του άρεσα.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΚΡΙΑ
ΔΗΜΗΤΡΑ: Μην κλαις!
(Τρέχει και γονατίζει μπροστά του, μετανιωμένη.)
Σε παρακαλώ – μην κλαις.
(Του σκουπίζει το πρόσωπο.)
Ψέματα – ψέματα σ’ τα είπα όλ’ αυτά! Θύμωσα – μην κλαις– ούτε μπορείς να φανταστείς γιατί θύμωσα. Θύμωσα – γιατί, θες να φύγεις – Θες να μ’ αφήσεις. Νόμισα – πως θα’ μενες απόψε κοντά μου. Μόλις άνοιξα τα μάτια και σ’ είδα να κάθεσαι εκεί με το φλάουτό σου. Και βέβαια δε σ’ έβλεπα για πρώτη φορά. Σε θυμάμαι – μόνο εσένα θυμάμαι. Πες πως το ξέρεις.
(Ο ΞΕΝΟΣ κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.)
Καθόσουν πάντα στο ίδιο παγκάκι – Με τ’ άσπρα σου ρούχα. Έβλεπα το σημάδι σου και σκεφτόμουν: Είναι όπως οι παλιοί ευγενείς. – Μ’ ένα σημάδι στο πρόσωπο από ξιφομαχίες. Έρχεστε από μακριά; σε ρώτησα. Είμαι ο βασιλιάς της Θήβας, μου είπες, και ψάχνω για τη μητέρα μου.
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟΣ
Ιδού εγώ.
Ιδού εγώ. Εγώ
Here I am an old woman in a dry month
Εγώ.
Η Σοφία Αποστόλου του Ιωάννου και της Ευγενίας.
Το γένος Καραμπέτσου.
Καθηγήτρια Γαλλικής στο Δημόσιο. Με ανώτερες σπουδές
στη Φιλολογία.
Κάτοχος, επίσης, της Αγγλικής και της Ρωσικής.
Πρώην καθηγήτρια.
Απολυθείσα λόγω αλκοολισμού.
Σ’ ΕΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ
ΑΓΗΣ: Από τότε κάθομαι μόνος και μετρώ – πόσους ήλιους έχασε κι ανατολές, πόσα βροχερά απογεύματα, πόσα τσιγάρα θα κάπνιζε, μάρλμπορο μαλακό, πόσα φιλιά θα έδινε και θα έπαιρνε αν – πέθαινε ήσυχη, στο κρεβάτι της σε βαθιά γεράματα. Έχασε τη Φλωρεντία, τη Νάπολη και το Ποζίλιπο, την Ελλάδα και τα νησιά της. Το ηλιοβασίλεμα στο Βόσπορο.
Επιλογή αποσπασμάτων που έκανε η ίδια η συγγραφέας από την εργογραφία της για το Αφιέρωμα στο Aναλόγιο 2005. Τα αποσπάσματα πλαισίωσαν την έκθεση φωτογραφικού υλικού από παραστάσεις έργων της.