Αφιέρωμα στον Δημήτρη Κεχαΐδη
Παρουσίαση του ημιτελούς έργου του συγγραφέα σαγαπωσυνεχεια

Η Ελένη Χαβιαρά και ο Λευτέρης Βογιατζής διαβάζουν το έργο και συζητούν.

Το έργο εξελίσσεται σ’ ένα Μοναστήρι στην Αρκαδία, ψηλά στο Μαίναλο. Βλέπουμε ένα δωμάτιο του ξενώνα και εξώστη με απέραντη θέα. Ο Πατέρας έχει φέρει εδώ τα παιδιά του, τον Άρη και την Κατερίνα, να εμπνευστούν από τη φύση και να γράψουν από μία νουβέλα για έναν διαγωνισμό λογοτεχνίας. Φρόντισε, μάλιστα, να εξοπλιστούν με πολύ δυνατά κιάλια, για να βλέπουν όλα τα χωριά της Αρκαδίας και παραπέρα, μέχρι το Παράλιον Άστρος. Τους εξασφάλισε, δηλαδή, όλες τις προϋποθέσεις για να γράψουν αριστουργήματα. Γιατί, όπως είπε και ο Πρασουλίδης, ο μέγας ποιητής της Μαγνησίας: «Άμα έχουνε ταλέντο, πήγαινέ τα σ’ ένα ψηλό βουνό. Δεν χρειάζεται τίποτ’ άλλο! Στα ψηλά βουνά φυσάει το αγέρι της τέχνης». Προσπαθεί, λοιπόν, να τα καθοδηγήσει κατάλληλα: «Αυτό που αξίζει είναι να σηκωθείτε νωρίς. Να δείτε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από
το Μαίναλο… Έτσι, ρε παιδί μου, για λίγη έξαρση μπροστά στην ομορφιά της φύσης… Δεν κάνουμε τώρα μάθημα λογοτεχνίας… Απλώς ασκούμεθα στην ευαισθησία…». Ο Άρης δεν ενθουσιάζεται με την ιδέα της ανατολής, ούτε προβληματίζεται ιδιαίτερα για το θέμα της νουβέλας του. Προτιμά να ρίχνει ύπνους, ενδιαφέρεται για το φαγητό – «κάτι άκουσα», λέει, «για λαγό το μεσημέρι». Βασικά θέλει να γυρίσει στην Τρίπολη, δεν το μπορεί το βουνό. Του λείπει η τηλεόραση, το στερεοφωνικό του και, επιπλέον, τον ενοχλεί η απόλυτη ησυχία. Δεν τον αφήνει να κοιμηθεί τη νύχτα. Κοντεύει, λέει, να τρελαθεί. Περιμένει ν’ ακούσει κανένα σκυλί να γαβγίσει για να μπορέσει να κοιμηθεί. «Μη φοβάσαι», του λέει ο πατέρας του, «είναι ώσπου να σπάσεις το φράγμα και να περάσεις από το θόρυβο στην ησυχία… Είναι ώσπου να σπάσεις το φράγμα… Γι’ αυτό ζορίζεσαι τώρα. Κάνεις το πέρασμα…

Γιατί ο θόρυβος είναι εύκολος. Η ησυχία όμως είναι στριμόκωλη». Η Κατερίνα, αντίθετα, αναγνωρίζει την ομορφιά της φύσης κι έχει συνηθίσει την ησυχία. Αυτό, όμως, που την ενθουσιάζει είναι κάτι μεγάλα, έρημα ξενοδοχεία που βλέπει με τα κιάλια της. Είναι άνοιξη και δεν άρχισε ακόμη η τουριστική κίνηση. Αυτά τα κλειστά παράθυρα των πολυτελών ξενοδοχείων την τρελαίνουν. Θέλει να γράψει για τη μοναξιά τους. Σε μια σκηνή ο Πατέρας και ο Άρης κάθονται στη βεράντα και κατεβάζουν σφηνάκια. Ο Πατέρας συμβουλεύει τον γιο του να γράψει για τη γοητεία των τραίνων και για τις διάφορες πλατείες της Τρίπολης. Πάνω στην κουβέντα, εξομολογείται στον γιο του ότι γνώρισε μια γυναίκα στο Άστρος, προχτές που κατέβηκε, και δεν μπορεί να ησυχάσει, τη σκέφτεται συνέχεια. Δεν κρατιέται, θέλει να κατέβει στο Άστρος να την ξαναδεί. Ξαφνικά έρχεται ένα Καλογεράκι της Μονής και λέει ότι τηλεφώνησε ο ποιητής Πρασουλίδης από τον Βόλο ότι έρχεται ινκόγνιτο για σοβαρή του υπόθεση. Η υπόθεση είναι ότι η γυναίκα του Πρασουλίδη το ’σκασε μ’ έναν Αθηναίο συγγραφέα, που ονομάζεται Σκοτεινιώτης. Καλλιτεχνικά, ο Σκοτεινιώτης είναι μεγαλύτερου βεληνεκούς από τους άλλους δύο. Είναι γνωστός σε όλη την ελληνική επικράτεια και, επιπλέον, έχει τη φήμη του ακαταμάχητου εραστή: «Και η φαλάκρα του δεν τον εμποδίζει καθόλου. Ακόμα και με τη φαλάκρα ο εραστής παραμένει εραστής». Τη γυναίκα του Πρασουλίδη τη γνώρισε στον Βόλο, όταν πήγε να κάνει μια διάλεξη για τον Καρυωτάκη. Στο πάρτυ που ακολούθησε την είδε, του άρεσε και της ζήτησε να χορέψουν. Μέσα σε δέκα λεπτά την έπεισε να φύγουν για ερωτικές διακοπές.

Από τότε ο Πρασουλίδης γυρίζει όλη την Ελλάδα, να βρει τη γυναίκα του. Και τώρα κάποιος του είπε ότι ο Σκοτεινιώτης εθεάθη στην Αρκαδία. Καταφτάνει, λοιπόν, ο Πρασουλίδης στο Μοναστήρι και ζητάει από τον παλιό του φίλο, τον Πατέρα των παιδιών, να τον βοηθήσει να βρει τη γυναίκα του και τον εραστή της. Ο Πατέρας νιώθει τον πόνο του φίλου του, γιατί κι αυτός κάπως έτσι έχασε τη γυναίκα του. Το ’σκασε μ’ έναν αξιωματικό του ΝΑΤΟ κι έφυγε στον Καναδά. Κάποια στιγμή, η Κατερίνα εντοπίζει με τα κιάλια της τον Σκοτεινιώτη με τη γυναίκα τού Πρασουλίδη στο Άστρος, ξαπλωμένους στην παραλία. Ο Πρασουλίδης ετοιμάζεται να πάει αμέσως στο Άστρος να τον σκοτώσει. Είναι αποφασισμένος, επειδή του έφαγε τη γυναίκα και τον ρεζίλεψε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μαγνησίας. «Πάμε», λέει στον φίλο του, «στο Άστρος… στο Άστρος!». Ο Πατέρας, όμως, προσπαθεί να πείσει τον Πρασουλίδη ότι η μεγάλη εκδίκηση δεν είναι να σκοτώσει τον Σκοτεινιώτη. Είναι να τον αχρηστέψει ως εραστή και συγγραφέα. Από πληροφορίες που έχει, μάλιστα, ο Σκοτεινιώτης πρόκειται να κάνει μια εγχείρηση και ο γιατρός τυχαίνει να είναι αδελφικός του φίλος. Υπόσχεται, λοιπόν, να πείσει τον γιατρό να τον σακατέψει στην εγχείρηση για να καθηλωθεί στην Αθήνα, να μην μπορεί πια να πάει πέρα από την οδό Σταδίου. «Όχι, όχι, δε θέλω να του βάλεις μπίλια από ρουλεμάν στην αορτή… Βάλ’ του την αγωνία ότι κάτι έχει… Να τον γεράσεις… Να μην μπορεί να μετακινηθεί. Να περπατάει πάνω κάτω στη Σταδίου… να μην μπορεί να πάει σε κανένα άλλο μέρος – εκεί στη Σταδίου. Να μην έχει άλλες εντυπώσεις… Να μην μπορεί πια να κλέβει ούτε τις γυναίκες των άλλων ούτε τις ομορφιές της Ελλάδας και να τις βάζει στα έργα του. Έχει ήδη κλέψει τις ομορφιές της Μαγνησίας και τώρα ήρθε εδώ. Θέλει να κλέψει και τις ομορφιές της Αρκαδίας. Δεν μπορείς εσύ, κύριε, να κλέβεις ομορφιές που δικαιωματικά ανήκουν στους ντόπιους ποιητές και συγγραφείς. Να κάτσεις, κύριε, στην Αθήνα να γράψεις για τις ασχήμιες της. Τίποτα. Ο Σκοτεινιώτης πρέπει να καθηλωθεί στην Αθήνα. Εκεί, να πεθάνει εκεί.» Υπάρχουν, όμως, κάποιοι ενδοιασμοί για το αποτέλεσμα. «Αυτός», λέει, «είναι μεγάλος συγγραφέας και δε γλιτώνεις εύκολα απ’ αυτόν. Αν τον αφήσουμε να ζήσει, θα πάρει κούτσα κούτσα τα μαγαζιά της Σταδίου, ένα ένα με τη σειρά. Θα μπει μέσα στον κόσμο τους και θα μας τη φέρει πάλι. Θα βρει, δηλαδή, τον τρόπο να γράψει πάλι ένα σπουδαίο έργο».

Η Κατερίνα, που τα ακούει όλα αυτά, εξιτάρεται πολύ με την όλη υπόθεση και προπαντός με την ερωτική δραστηριότητα του Σκοτεινιώτη, που την παρακολουθεί με τα κιάλια της, κι αποφασίζει να γράψει ερωτική νουβέλα. Ακόμα κι ο Ηγούμενος Βαρνάβας έδωσε τη συναίνεσή του για το θέμα, υπό τον όρο να εξυμνούνται οι ομορφιές της Αρκαδίας. Η δράση περιπλέκεται, όταν, καθώς καταστρώνεται το σχέδιο της εκδίκησης, δημιουργείται κάποια υπόνοια ότι η γυναίκα που γνώρισε ο Πατέρας στο Άστρος και την ερωτεύτηκε είναι η γυναίκα του Πρασουλίδη. Κι αν είναι έτσι τα πράγματα, τι θα συμβεί αν η αλήθεια έρθει στο φως;
Αποδώ και πέρα….

 

Μοιραστείτε τη δημοσίευση