Άκης Δήμου, Αλμυρός ουρανός (έργο εν εξελίξει)

Μια γυναίκα, ένας άντρας, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, ένα παράθυρο, ένα φεγγάρι που βιάζεται ν’ ανατείλει μακριά από τα λόγια τους. Αιώνες πριν, χρόνια μετά, η ίδια υπόσχεση μιας νύχτας χωρίς λέξεις, η ίδια προσδοκία μιας χαράς που δεν χωράει σε κανένα ποίημα.

ΑΝΤΡΑΣ: Πάτε να συναντήσετε –
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Αλλά δεν ξέρω αν θα τη βρω. Παρόλο που έχω πάρει το σωστό δρόμο, είμαι σίγουρη ότι έχω πάρει το σωστό δρόμο. Είμαι σίγουρη ότι στο τέλος του δρόμου, εκεί που το τελευταίο χαμομήλι θα ’χει μαραθεί, η Ανακτορία θα με περιμένει γελώντας. Κι εγώ θα πέσω μέσα σ’ εκείνο το γέλιο, θα βουτήξω όπως βουτάει κανείς στην πρώτη του θάλασσα: με φόβο, μαζί και λαχτάρα.
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς είστε βέβαιη;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Από το θρόισμα του φουστανιού της. Σ’ όλο μου τον ύπνο θροΐζει το φόρεμά της. Ακολουθώ το φουστάνι της… Είναι γαλάζιο, μια ιδέα ξηλωμένο στους ώμους, τα κρόσσια του λίγο φθαρμένα… Είναι ένα ρούχο μόνο για ταξίδια, για τίποτα άλλο. Μόνο για να σ’ οδηγεί στα ταξίδια. Δεν σε ξεγελάει ποτέ ένα τέτοιο ρούχο. (Μικρή παύση.) Ακολουθώ το ρούχο της και πάω… πάω…
ΑΝΤΡΑΣ: Φτάνετε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν φτάνει ποτέ κανείς σε μια αγάπη που έχει τελειώσει.
ΑΝΤΡΑΣ: Στα όνειρα φτάνει κανείς όπου θέλει.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Φαίνεται πως εγώ δεν θέλω. (Απότομη παύση.) Καφέ;
ΑΝΤΡΑΣ: Νερό. (Παύση.) Γιατί με κοιτάτε; Πρώτη φορά σας ζητάνε νερό;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν είναι αυτό.
ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο είναι;
ΓΥΝΑΙΚΑ (μετά από παύση): Μου φαίνεστε…
ΑΝΤΡΑΣ: Γνωστός;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι… σαν… σα να σας έχω ξανασυναντήσει… κάπου… τότε…
ΑΝΤΡΑΣ (χαμογελάει): Επειδή περάσατε πολλή ώρα παρατηρώντας τα δάχτυλά μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ (χαμογελάει): Μπορεί.
ΑΝΤΡΑΣ: Είστε τυχερή. Εγώ δεν με γνωρίζω καθόλου. Είναι φορές που παρακαλάω, σχεδόν ικετεύω κάποιος να με συστήσει σε μένα για ν’ αρχίσω να με μαθαίνω σιγά σιγά. Σιγά σιγά… από τα ελάχιστα: τον τρόπο που γέρνω το κεφάλι, όταν ακούω ένα άνοστο αστείο, για παράδειγμα, ή το πώς σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι του γραφείου μου… Είναι ένα φτηνό τασάκι, ξέρετε. Διαφημιστικό μιας μπύρας. (Μικρή παύση – στο παράθυρο.) «Κάποτε νιώθω να ’μαι ανάμεσα σ’ αυτούς που δεν γνώρισα ποτέ.» (Απότομη παύση.) Κοιτάξτε! Πυροφάνια!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Πάμε!
ΑΝΤΡΑΣ: Πού;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εκεί! Τώρα!
ΑΝΤΡΑΣ: Μέχρι να φτάσουμε, θα έχουν ανοιχτεί.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Προλαβαίνουμε!
ΑΝΤΡΑΣ: Αποκλείεται. Η παραλία –
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν πειράζει. Θα μείνουμε στην αμμουδιά.
ΑΝΤΡΑΣ: Μια στιγμή. Να βάλω τα πέδιλά μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τι τα θέλετε τα πέδιλα στην άμμο;
ΑΝΤΡΑΣ: Ο δρόμος –
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι μαλακός τέτοια ώρα. Όλοι οι δρόμοι μαλακώνουν στο σκοτάδι.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν βγαίνω ποτέ χωρίς πέδιλα.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Σας έφαγε η κοκεταρία.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν είναι κοκεταρία. Είναι – τα πέλματά μου…
ΓΥΝΑΙΚΑ: Εντάξει, εντάξει.
ΑΝΤΡΑΣ: Να σας εξηγήσω.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Κατάλαβα… Φορέστε τα, λοιπόν!
ΑΝΤΡΑΣ: Όχι, δεν καταλάβατε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είστε τόσο κουραστικός.
ΑΝΤΡΑΣ (μετά από παύση): Σας αγαπάω όμως.
ΓΥΝΑΙΚΑ (μετά από παύση): Με ποιον τρόπο;
ΑΝΤΡΑΣ (μετά από παύση): Σαν συνένοχο.
ΓΥΝΑΙΚΑ (χαμογελάει): Εντάξει τότε… Πάμε τώρα;
ΑΝΤΡΑΣ: Αφήστε το. Μια άλλη φορά.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν θα υπάρξει άλλη φορά.
ΑΝΤΡΑΣ: Τα πυροφάνια βγαίνουν κάθε βράδυ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μας περισσεύουν πολλά βράδια.
ΑΝΤΡΑΣ: Μην είστε τόσο σίγουρη.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Όχι εγώ. Η πραγματικότητα

Ερμηνεύουν: Ναταλία Δραγούμη, Νίκος Ψαρράς

Μοιραστείτε τη δημοσίευση