Ανδρέας Φλουράκης, Ελληνική κουζίνα
Αναίμακτα (;) δείπνα
[…] Σε θεματικό επίπεδο, στην Ελληνική κουζίνα επανακάμπτουν χαμηλόφωνα και τέμνονται διακριτικά ο διχασμός της ατομικής και της συλλογικής μνήμης, η ματαιωμένη επιθυμία του ουτοπικού και το κενό του πραγματικού, οι ανθρώπινες σχέσεις και τα δίπολα βία/ερωτισμός – αλήθεια/πλάνη – πραγματικότητα/ψευδαίσθηση που τις συνέχουν, ο θεσμός της οικογένειας και το πλήθος των κοινωνικών στερεότυπων που τον πλαισιώνουν. Διαφορετικά, ωστόσο, από προηγούμενα εδέσματά του, εδώ ο θεατρικός μαιτρ αντιμετωπίζει και εμπλουτίζει τα θεματικά υλικά του μέσα από μια σαφώς εστιασμένη εθνικά, πολιτισμικά και κοινωνικά οπτική, ρητά ελληνοκεντρική, που κατορθώνει να συνδυάσει την κοινωνιολογική ευαισθησία με την αρχετυπική αναγωγή, το κριτικό σχόλιο με το φαντασιακό παίγνιο. Τα μυθικά υποκείμενα (το αιώνιο μαρτύριο του Ταντάλου, ο τεμαχισμός, η βρώση και η αναγέννηση του Πέλοπα, ο ομηρικός νόστος) εμφιλοχωρούν και αιωρούνται –απειλητικά μεν, ανώδυνα δε— σε ένα σύγχρονο κοινωνιολογικό ανθρωπολογικό-πολιτικό πλαίσιο, όπου κυριαρχεί εντέλει η α-τραγική κατανόηση και η φιλάνθρωπη συμπάθεια. Τα πρόσωπα, και μάλιστα ο πρωταγωνιστής Νίκος, βιώνουν μέσα σε ένα σημειακά φορτισμένο παρελθόν, το οποίο, ωστόσο, έχει ήδη εκπνεύσει σημασιακά στη χώρα που το δημιούργησε. Η οποιαδήποτε προσπάθεια ή απειλή επανάληψής του (το μυστήριο δείπνο με το ανεξιχνίαστης προέλευσης «κρέας», η ανησυχητική απουσία του υιού Μάνου, μετά η περίεργη και πάλι απουσία του ηλικιωμένου κατοικίδιου) προσκρούει σε έναν μετα-μυθικό και α-μυθικό τοίχο μιας σύγχρονης Ελλάδας, της οποίας η σχέση με τις κληροδοτημένες αναπαραστάσεις της είναι ισχνή έως ανύπαρκτη και, ως εκ τούτου, καθόλου απειλητική και μοιραία. Η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει εκτός των συνόρων της, των γεωγραφικών και των πολιτισμικών,
στηριγμένη σε μια νέα γενιά αμνημόνων και επιλησμόνων της διαχρονικής συνέχειάς της. Ο «δεύτερος Πέλοπας», τώρα που ο πρώτος «τελείωσε, έκλεισε ο κύκλος του», θα ξανανοίξει, αλλά όχι στην Πελοπόννησο, όπως ονειρευόταν ο οδυσσεϊκός κ. Νίκος, αλλά και πάλι στο Λονδίνο – ή στο Τορόντο, στην Αστόρια, κ.ο.κ. Στην Ελληνική κουζίνα, μέσα από μια αδιάλειπτη οπτική, γευστική και οσφρητική παρέλαση παραδοσιακών πιάτων (κολοκυθοκεφτέδες, κολοκυθοκορφάδες, σαρμάδες, τυρολουκουμάδες, φυσικά τζατζίκι, το κρίσιμο διακύβευμα για την επιλογή του κατάλληλου αγοραστή, κ.ά.), που μας παραπέμπει στα λουκούλεια γεύματα της αριστοφανικής κωμωδίας, δοκιμάζονται, εξαντλούνται και μαζί ενδεχομένως μετατοπίζονται και διευρύνονται τα όρια της ελληνικής κουλτούρας και όλων των συμβόλων που αυτή έχει θρέψει και με τα οποία έχει τραφεί. Σε ένα αμφίσημο τέλος, μεταξύ νηφάλιου συμβιβασμού και οριστικής ματαίωσης, λογικής κυριαρχίας και συναισθηματικής απορρύθμισης, νοσταλγικής απώλειας της Ελλάδας του χθες και αισιόδοξης προσαρμογής στην Ελλάδα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, τον δρόμο της οδυνηρής εξόδου από τον κλοιό της πολιτισμικής μυθολογίας, από το αιώνιο μαρτύριο της εμμονής στην εθνική ιδιαιτερότητα, θα τον δώσει ένας υπέργηρος και καταθλιπτικός σκύλος, αφηγηματικά κυρίαρχος αλλά επί σκηνής αθέατος. Το όνομα αυτού: Οδυσσέας.
(Αίθουσα του ελληνικού εστιατορίου «Το Νησί του Πέλοπα» στο Λονδίνο. Ο ΜΙΛΑΝ της προσφέρει ένα κομμάτι χαλβά, μαζί με ένα ποτήρι νερό. Η ΣΑΡΑ δοκιμάζει.)
ΣΑΡΑ: Είναι φοβερός!
ΝΙΚΟΣ: Είναι το πιο απλό γλυκό του κόσμου. Καυτό λάδι, σιμιγδάλι, κανέλα, ζάχαρη διαλυμένη σε νερό και στο τελείωμα σταφίδες.
ΣΑΡΑ: Ακούγεται πολύ εύκολο. Έμαθα πως θα κάνετε αλλαγές εδώ μέσα. Θα βγάλετε και την Αφροδίτη της Μήλου;
ΝΙΚΟΣ (συνοφρυώνεται): Το ωραιότερο άγαλμα της ελληνικής τέχνης; Αλίμονό μας! Το ξέρεις πως την αγόρασε ένας Γάλλος για τετρακόσια γρόσια από έναν αγρότη που τη βρήκε στο κτήμα του; Για τετρακόσια γρόσια! Κι αυτό το θεωρούν νόμιμο οι Γάλλοι και την εκθέτουν χωρίς ντροπή στο κωλομουσείο τους.
ΣΑΡΑ: Έχετε δίκιο. Μάλλον θα σκέφτεστε να αφαιρέσετε τους αμφορείς ή τη σημαία που είναι λίγο…
ΝΙΚΟΣ (πιο αυστηρά): Την ελληνική σημαία; Η σημαία αυτή, κοριτσάκι μου, δεν είναι ένα ζωγραφισμένο πανί, έχει βαφτεί με το αίμα των Ελλήνων, από τους αγώνες τους για ελευθερία από Τούρκους, Ιταλούς, Γερμανούς… Στα χιτλερικά στρατόπεδα πέθαναν δεκάδες χιλιάδες πατριώτες. Η ελληνική σημαία είναι κομμάτι της ελληνικής ψυχής!
ΣΑΡΑ: Έχετε απόλυτο δίκιο. Πρέπει να διαβάσω καλύτερα την ελληνική ιστορία. Εσείς υποθέτω θέλετε να κάνετε κάτι πιο απλό, ν’αλλάξετε ίσως τα τραπεζομάντιλα;
Σκηνοθετική επιμέλεια: Γιάννης Μόσχος
Βίντεο: Μάνος Αρβανιτάκης
Μουσική επιμέλεια: Μελίσσα Κωτσάκη, Κέλλυ Παπαδοπούλου.
Ερμηνεύουν: Αντώνης Αντωνίου, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Μπέττυ Νικολέση, Δημήτρης Παπανικολάου, Κώστας Φαλελάκης, Μενέλας Χαζαράκης