Ανδρέας Στάικος, Ναπολεοντία (έργο εν εξελίξει)

Σούρουπο. Στον κήπο του αρχοντικού της οικογένειας Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου. Καθ’ όλη τη διάρκεια των σκηνών, με κάποιες σύντομες διακοπές, ο αέρας, από μακριά,
φέρνει κατά κύματα, άλλοτε δυνατότερα κι άλλοτε ασθενέστερα, μελωδίες βαλς. Ο τέως αγωνιστής ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ κάθεται σ’ ένα παγκάκι. Είναι ματωμένος, μωλωπισμένος και εξουθενωμένος. Είσοδος της δεκαοχτάχρονης ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑΣ. Στο στήθος της κρατά σφιχτά μια επιστολή. Προσωποποίηση της ευδαιμονίας. Κοιτάζει προς τον ουρανό. Αίφνης, σοβαρεύεται. Αρχίζει να διαβάζει την επιστολή. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, σε δύο τρία σημεία, διακόπτει για λίγο την ανάγνωση και φέρνει την επιστολή στο στήθος, στην καρδιά της.

ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: (διαβάζει)
Αγαπημένη μου Ναπολεοντία.
Ποίος θα μου το έλεγε, ότι εγώ, ο πλέον συνεσταλμένος νέος, όπου δεν έχω τολμήσει να κοιτάξω κορίτσι χωρίς να κοκκινίσω, ότι μου έμελλε να οπλισθώ με τόσον απύθμενον θάρρος να σου εξομολογηθώ τον εξίσου απύθμενον έρωτά μου. Εάν σε φέρνω εις δύσκολον θέσιν, συγχώρα με, αγαπημένη μου. Συγχώρα και τα τσάτρα πάτρα ελληνικά του φίλου μου αξιωματικού Χανς Βάιλερ, ο οποίος παρεπιδημών εις την όμορφην χώρα σου, από τριετίας, έχει προχωρήσει εις την γνώσιν της ελληνικής γλώσσης και εδέχθη να μεταφράσει τις σκέψεις και τα αισθήματά μου. Αγαπημένη, λατρεμένη Ναπολεοντία, ελπίζω να μην πέσεις από τα σύννεφα διαβάζοντας την επιστολή μου, όπως έπεσα εγώ από τα σύννεφα διαβάζοντας τα μεγάλα σου μάτια. Ναι, αγαπημένη, λατρεμένη Ναπολεοντία! Τύχη αγαθή με έφερεν εις τα εδάφη της φιλτάτης Ελλάδος, διά να διδάξω τον χορόν βαλς, τον χορόν της πατρίδος μου, εις τους άρτι απελευθερωθέντας συμπατριώτας σου, ω γλυκυτάτη Ναπολεοντία μου! Και τύχη ακόμη αγαθοτέρα, να διδάξω το βαλς εις την πόλιν σου, όπου και σε αντίκρισα διά πρώτη φορά. Αλλά δεν αντίκρισα εσένα, Ναπολεοντία μου. Αντίκρισα τον ίδιον τον έρωτα. Τον έρωτα που σιγοκαίει τα εσωθικά μου, τον έρωτα που όφειλα να σου ομολογήσω. Η τύχη μου θα εξαρτηθεί από το πρώτον σου βλέμα οίον θα αντικρίσω εις την απογευματινήν μας συνάντησιν κατά το μάθημα του βαλς σε εσένα και εις την αξιολάτρευτον μητέρα σου που εγέννησε εσένα. Όλα μα όλα εξαρτώνται, η ζωή μου άπασα, από το απογευματινόν σου βλέμμα, το βλέμμα σου το διάπυρον προς τον ταπεινόν δούλον σου Χάινριχ. Αναμένων εις αναμμένα κάρβουνα την απογευματινήν μας συνάντησιν, θέλω να ευχαριστήσω τον Ύψιστον καθώς και την Αυτού Μεγαλειότητα Βασιλέα Όθωνα, τον νέον Βασιλέα των Ελλήνων, διότι εξαιτίας του ευρέθην εις την χώραν σου, ίνα διδάξω το βαλς, ώστε τα ώτα της Μεγαλειότητός του να ευφραίνονται από τας μελωδίας της πατρίδος του.
Αναμένων το βλέμμα σου το απογευματινόν, πλήρης ελπίδος, τολμώ να σε ασπασθώ με την φαντασίαν μου
Ο χοροδιδάσκαλος, υπολοχαγός της Βαυαρικής Φρουράς, Χάινριχ.

(Φέρνει την επιστολή στο στήθος της. Σκοντάφτει πάνω στο παγκάκι όπου κάθεται ο ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ.)
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Μπάρμπα Χαλδούπη, εσύ; Πώς είσαι έτσι; Τι αίματα είναι τούτα; Τι μελανιές; Σε έδειραν, μπάρμπα; Ή εσκόνταψες κάπου και έπεσες;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Ισκόνταψα κι εγώ κι όλη η πατρίς ισκόνταψε και ίπεσε πάνω στους ξένους. Μετά τους σκύλους τους Τούρκους, ισκοντάψαμε ούλοι πάνω σε καινούργιους σκύλους που ομιλούν με γαβγίσματα.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Δεν σε καταλαβαίνω, μπάρμπα. Να κράξω τη Μαρούλα να σου δέσει τις πληγές.
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Πληγές. Καλά το λέγεις. Πληγές τότε πληγές και τώρα. Ακούς εκεί.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Τι να ακούσω, μπάρμπα;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Να με εδείρουν εμένα, με ρόπαλο, διατί; Διότι δεν ημπορούσα να χορέψω.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Να χορέψεις.
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Δεν ημπορούσα να μάθω τα βήματα, μαθές. Δεν ημάθαινα τα βήματα του μπάλου, πώς τον λένε αυτόν τον μπάλο, τον ξένο μπάλο, τον δικό τους μπάλο, τον βαβαρέζικο. Και εσήκωσε το ρόπαλο επάνω μου και μου ίκανε τη μούρη όπως την εβλέπεις.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Σε έβαλαν εσένα να χορέψεις το βαλς;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Μη νομίζεις πως τον εχόρεψα, κορίτσι μου. Ούτε πεθαμένος δεν θα τον εχόρευα.
ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ: Και ποιος σήκωσε ρόπαλο κατά πάνω σου;
ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ: Εκείνος που ίρχεται κάθε απόγευμα εδώ και σας μαθαίνει χορούς και σας γλυκοθωρεί εσένα και τη μητέρα σου. Αφτούνος ο ξανθός.
(Παύση διαρκείας. Η ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΙΑ μένει άναυδη. Τσαλακώνει την επιστολή και εξαφανίζεται τρέχοντας. Μπαίνει ο ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ. Μετά από τρία πέρα δώθε κατά μήκος της σκηνής, κοντοστέκεται και κοιτάζει εξεταστικά τον ΧΑΛΔΟΥΠΗ. Ξαφνικά εμφανίζεται φουριόζα η υπηρέτρια ΜΑΡΟΥΛΑ. Στέκεται και παρακολουθεί τους δύο άνδρες. Η ΜΑΡΟΥΛΑ
είναι υπέρ το δέον καλοντυμένη.)

1835. Με την ενηλικίωση του Όθωνα, καταργείται η Αντιβασιλεία. Ο νεαρός βασιλιάς αναλαμβάνει εξολοκλήρου την εξουσία ξεκινώντας μεγάλη περιοδεία για να γνωρίσει τον λαό του. Στο μεταξύ, Βαυαροί αξιωματούχοι έχουν αναλάβει να προετοιμάσουν την υποδοχή του σε πόλεις και χωριά μαθαίνοντας τους υπηκόους να χορεύουν βαλς. Υπό την εποπτεία χοροδιδασκάλων και χωροφυλάκων, άλλοτε με περισσή χάρη κι άλλοτε διά ροπάλου, οι Έλληνες μυούνται στα ξένα έθιμα, προκειμένου να τιμήσουν «αυθόρμητα» και πανηγυρικά τον βασιλιά τους. Το έργο διαδραματίζεται στο Ναύπλιο λίγο πριν την επικείμενη επίσκεψη του Όθωνα. Συνδυάζοντας στοιχεία πραγματικότητας και μυθοπλασίας, για μια ακόμα φορά, ο Αντρέας Στάικος μας ταξιδεύει στην Ιστορία της Ελλάδας. Στα πρόσωπα του γέροντα και παραγκωνισμένου αγωνιστή της Επανάστασης και του κοσμοπολίτη Φαναριώτη γιατρού αντιπροσωπεύονται οι δύο τάξεις ανθρώπων που σφράγισαν την απαρχή του ελληνικού κράτους διαμορφώνοντας τα εγγενή χαρακτηριστικά του. Από τις
φουστανέλες στα φράγκικα καπέλα, από τους ήρωες στους αστούς, από τους αγώνες για την ελευθερία στα απομνημονεύματα και στις συντάξεις αγωνιστών, από την ιστορική μνήμη στη νωχελική λήθη υπό το λίκνισμα αλλότριων ρυθμών, από τον ελληνισμό στον εξευρωπαϊσμό: ο συγγραφέας αποτυπώνει μοναδικά την αντίφαση του Έλληνα, αλλά και
τη μετάβαση, το πέρασμα σε μια νέα εποχή. Επίκαιρο, καυστικό, απολαυστικό το έργο, έχει ως κύριο γνώρισμα την προσεκτική ονοματοδοσία των προσώπων και μια γλώσσα μεστή, η οποία αποδίδει χρώμα και ατμόσφαιρα χωρίς να ενδίδει στον ρεαλισμό και στην ηθογραφία, διατηρώντας την ποίηση και το στοιχείο του αναπάντεχου, που πάντοτε συνοδεύουν τη δραματουργία του Στάικου.

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Στάικος
Ερμηνεύουν: Μάνος Βακούσης, Αντωνία Γιαννούλη, Πέρης Μιχαηλίδης, Κατερίνα Παυλάκη, Έλενα Χατζηαυξέντη

 

 

 

Μοιραστείτε τη δημοσίευση