Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης, Πάχνη

Στο νυχτερινό τοπίο μιας πόλης, στις γειτονιές με τις ψηλές πολυκατοικίες, τις «άχαρες, κατακόρυφες τσιμεντένιες ευθείες», δύο νεαροί φίλοι, ο Στέφανος και ο Δούκας, μας παρουσιάζουν μια πανοραμική όψη των οριακών κοινωνικών τοπίων. Τα επεισόδια που αφηγούνται, καθώς διασχίζουν τους δρόμους της πόλης επάνω σε μια μηχανή, μας μεταφέρουν σ’ έναν κόσμο αμείλικτα βίαιο, έναν κόσμο σε αποσύνθεση. Στο επίκεντρο των αφηγήσεών τους, η οικογένεια κι ο απάνθρωπος κόσμος των ενηλίκων, που μεταφέρει στους ανηλίκους με βασανιστικό τρόπο τα δικά του αδιέξοδα. Μητέρες που κακοποιούν και εκδίδουν τα παιδιά τους για το χρήμα ή για τη δόση τους και ευυπόληπτοι εμποροϋπάλληλοι, που στοιβάζονται στο μικρό υπόγειο ενός βιντεοκλάμπ για ν’ απολαύσουν λίγες στιγμές ηδονής παρακολουθώντας σκηνές κάθε είδους σεξουαλικής παρέκκλισης. Ζώντας στον παρανοϊκό αυτόν κόσμο της άλογης βίας, όπου οι λέξεις αλλάζουν σημασία και τα συναισθήματα αντιστρέφονται, όπου η τιμωρία γίνεται δώρο και η αγάπη μετριέται με βρισιές και χτυπήματα, ο Δούκας και ο Στέφανος προσπαθούν να αποδράσουν μοιράζοντας φανταστικές σφαίρες σε όσους θεωρούν υπαίτιους για τα τραύματα που κουβαλούν. Οι αφηγήσεις της ζωής τους συγχέονται με αυτές που παρακολουθούν μανιωδώς στη σκοτεινή αίθουσα ενός παλιού σινεμά. Τα πορτρέτα τα οποία παρουσιάζουν ο ένας στον άλλον είναι φτιαγμένα από υλικά που δανείζονται από τους ήρωες της οθόνης. Έτσι, η ζωή τους, όπως λένε οι ίδιοι, μοιάζει με χιλιοπαιγμένο dvd και η πάχνη που καλύπτει τον κόσμο των παιδικών τους χρόνων, τη μνήμη τους, με το θολό πέπλο που καλύπτει την εικόνα μιας φθαρμένης κόπιας. Αυτό που ίσως αναζητούν είναι να διεκδικήσουν πίσω τη σκιά τους, να επιστρέψουν στην τρισδιάστατη πραγματικότητα για να χαράξουν από την αρχή τη διαδρομή τους.

ΔΟΥΚΑΣ (διστακτικά): Ξέρεις…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ξέρω, διστάζεις.
ΔΟΥΚΑΣ: Τι μου φταίξανε; Ας τους αφήσουμε να γεράσουν.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (απειλητικά): Πας γυρεύοντας.
ΔΟΥΚΑΣ: Μα κοίτα πόσο αθώοι δείχνουν.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (στόν δικό του τόνο): Δείχνουν.
ΔΟΥΚΑΣ (τον αγνοεί): Γιατί να βάψουμε τα χέρια μας;
Ποια ζωή δεν αξίζει έστω και λίγο; Ό,τι έγινε, έγινε.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν έγινε. Θα γίνει.
ΔΟΥΚΑΣ: Υποχώρησε λίγο…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (αιφνιδιάζεται): Να υποχωρήσω;
ΔΟΥΚΑΣ: Nα φάμε μόνο τον ένα, χάρισε τη στην άλλη.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (αποφασιστικά): Αποκλείεται.
ΔΟΥΚΑΣ: Μη γίνεσαι κτήνος! Άσε τη μάνα σου. Οι δεσμοί μαζί της είναι αλλιώς, δεν λύνονται βίαια. Ξέρω πώς νιώθεις… Είναι αβάσταχτο για ένα παιδί να το νοικιάζει ο γονιός με την ώρα, αλλά μέσα στο στήθος σου, αν το κάνεις, θα υπάρχει ένα κομματάκι αληθινής καρδιάς που θα υποφέρει για πάντα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (Τον ακούει αδιάφορος.)
ΔΟΥΚΑΣ: Έπειτα είναι και το άλλο…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ποιο;
ΔΟΥΚΑΣ: Μη φανταστείς πως το λέω για να σε αποφύγω…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Πες το.
ΔΟΥΚΑΣ: Τώρα, ξέρω θα τα πάρεις…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τέλειωνε.
ΔΟΥΚΑΣ (σκύβει ένοχα το κεφάλι): Ήθελα απ’ την αρχή…
(Μουδιασμένα, άτονα.) Δεν έχω σχέση… Ποτέ δεν είχα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ (πνιχτά, συγκρατώντας την οργή του): Τι δεν έχεις;
ΔΟΥΚΑΣ: Όπλο!…
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Κι αυτό; (Βγάζει το αόρατο όπλο από την τσέπη του.)
ΔΟΥΚΑΣ: Το πήρα από το σινεμά ! Εγώ πού να το βρω; Μου το δάνεισαν οι ήρωές μου… Το σινεμά έδωσε τη λύση σε κάθε μου πρόβλημα!
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τέτοια ν’ ακούω..

Σκηνοθεσία : Θέμελης Γλυνάτσης
Μουσική – live electronics: Sister Overdrive
Ερμηνεύουν: Χρήστος Πίτσας, Όμηρος Πουλάκης, Στέλλα Ποζαπαλίδου
Τη συζήτηση συντονίζει η Ειρήνη Μουντράκη

Μοιραστείτε τη δημοσίευση