Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης, Συγχώρεσέ με
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Με πρόδωσες.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Συγχώρεσέ με.
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Φοβήθηκες.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Λύγισα… δεν ήμουν έτοιμος.
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Η μοίρα με διάλεξε να φύγω νέα για να μ’ αγαπήσουν οι υπόλοιποι. Φοβόμουν τα λάθη.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Κι εγώ. Γι’ αυτό έκανα τόσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Κι εσύ νέος φεύγεις. Λυπήθηκα όταν το έμαθα, με τον καιρό όμως ακόμη και το απίστευτο γίνεται λογικό. Σε συγχώρεσα. Για το παιδί λυπάμαι…
ΓΥΝΑΙΚΑ 3: Αυτό είναι το πιο δύσκολο…
(Πιάνει τη ΓΥΝΑΙΚΑ 2 από το χέρι.)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ν’ αφήνεις παιδί πίσω σου.
ΜΗΤΕΡΑ: Αυτή η πόλη σε ξεγελάει. Νομίζεις πως είναι ζωντανή, αλλά λίγο να περπατήσεις, βλέπεις ανθρώπους χίλια χρόνια μεγαλύτερους, παιδιά γεννημένα σε μνήματα, πλοία ναυάγια, άδεια χαρτόκουτα στοιβαγμένα στις άκρες των δρόμων. Δε φτυαρίζουν ποτέ το χιόνι από τις πόρτες τους.
ΓΥΝΑΙΚΑ 3 (στον ΑΝΤΡΑ 2): Είσαι έτοιμος;
ΑΝΤΡΑΣ 2: Γιατί;
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Να ’ρθεις μαζί μας.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Γιατί;
ΓΥΝΑΙΚΑ 3: Όπου να ’ναι, θα περάσει το τελευταίο…
ΜΗΤΕΡΑ: Θα μας πάει απέναντι.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Πού απέναντι;
ΜΗΤΕΡΑ: Σ’ έναν καινούριο τόπο, σιωπηλό και ασάλευτο.
ΚΟΡΗ: Σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο δίχως ρολόγια, χωρίς γενέθλια και δώρα.
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Κι εσύ μαζί μας θα ’ρθεις.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Εγώ; Εγώ; Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ μιλάω, ακούω, πηδάω. Σήμερα βγήκα βόλτα με το αγόρι μου…
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα «έφυγες». Αν ακόμη ζεις, είναι που είσαι άταφος… Εμένα ρώτα.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Τι να ρωτήσω;
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς έγινε.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Δε θέλω τίποτε, δεν έχω ερωτήσεις, αφήστε με.
(Δείχνει το ΑΓΟΡΙ.) Με χρειάζεται… Σας παρακαλώ…
(Παύση.)
ΓΥΝΑΙΚΑ 2: Μην ταράζεσαι.
ΜΗΤΕΡΑ: Δε σε δικάζουμε
ΑΝΤΡΑΣ 2: Τότε χαρίστε μου τη ζωή, όση έμεινε.
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν έμεινε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόλις το μάθαμε, τρέξαμε.
ΚΟΡΗ: Από ψηλά βλέπεις καλύτερα.
ΓΥΝΑΙΚΑ 3: Ευτυχώς το αγόρι μου σώθηκε. Το αυτοκίνητο έγινε κομμάτια.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Τι συνέβη;
ΑΝΤΡΑΣ: Τα τριαντάφυλλα από λάθος πήγαν αλλού. Έτρεχα να προλάβω. Οδηγούσες απρόσεχτα, νευρικά, βγήκες ξαφνικά στη στροφή κι έπεσες πάνω μου. Έχασες τον έλεγχο και καρφώθηκες στην κολόνα. Με άφησες στον τόπο, εσύ ζούσες ακόμη όταν σε βγάλανε. Το αγόρι που κοιμόταν στο πίσω κάθισμα, στάθηκε τυχερό.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ετοιμάσου, η ώρα πέρασε. Όπου να ’ναι…
(Ακούγεται από μακριά θόρυβος λεωφορείου που καθώς πλησιάζει, γίνεται εντονότερος. Το λεωφορείο σταματάει δίχως να σβήσει τη μηχανή του. Κορνάρει μαλακά. Όλοι πετάγονται με έξαψη εκτός από τον ΑΝΤΡΑ 2 που στέκει ακίνητος, παγωμένος κρατώντας το ΑΓΟΡΙ από το χέρι.)
ΑΝΤΡΑΣ: Αυτό είναι! Τώρα αρχίζει το ταξίδι σου.
ΑΓΟΡΙ: Πάρτε με μαζί σας.
ΑΝΤΡΑΣ 2 (στο ΑΓΟΡΙ): Εσύ το ήξερες;
ΑΓΟΡΙ: Εγώ το είδα.
ΑΝΤΡΑΣ 2: Μη μ’ αφήνεις μόνο, έλα κι εσύ!
ΑΓΟΡΙ: Θέλω κι εγώ να γνωρίσω αυτά τα μέρη. Αν ο ήλιος λιώνει τους πάγους, αν τα νερά, τα πουλιά και τα δέντρα είναι παντού, αν τα σπίτια φωτίζονται τα βράδια και τα παιδιά τραγουδάνε και παίζουν τότε ο τόπος αυτός είναι και δικός μου. Είναι το νησί μου η «Αλλία»… Μια σκούρα πράσινη κηλίδα από κέδρους και κυπαρίσσια στο τέλος του ωκεανού… Εκεί που το νερό αγκαλιάζει το φως…
ΓΥΝΑΙΚΑ 3: Δεν θα πας πουθενά, εσύ θα μείνεις εδώ.
ΑΓΟΡΙ (ικετευτικά): Παρακαλώ, πάρτε με μαζί σας.
ΓΥΝΑΙΚΑ 3 (έντονα): Πάψε, πάψε δε θέλω να τ’ ακούω.
ΑΓΟΡΙ: Φοβάμαι, μαμά.
ΓΥΝΑΙΚΑ 3 (αγκαλιάζει τρυφερά το αγόρι. Το φιλάει στο μέτωπο, το κοιτάζει με λατρεία): Να μη φοβάσαι. Εγώ θα σε προσέχω. Εγώ που σε γέννησα κι έφυγα το ίδιο βράδυ ντυμένη στα μαύρα. Εγώ που σ’ αγάπησα πριν σ’ αγκαλιάσω, πριν σε λούσω. Εγώ θα διώχνω τους ίσκιους σου. (Ακούγεται πάλι η κόρνα μαλακά.) Μείνε εδώ, ρίζωσε.
ΑΓΟΡΙ: Και ο μπαμπάς;
Σκηνοθετική επιμέλεια: Γιάννης Καλαβριανός
Ερμηνεύουν: Έμιλυ Κολιανδρή, Μαρία Κοσκινά, Χρήστος Λούλης, Χριστίνα Μαξούρη, Μάξιμος Μπολώτας (το μικρό αγόρι), Παναγιώτης Παπαγεωργόπουλος, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Εύη Σαουλίδου