Γιώργος Βέλτσος, Πομπές
Δεκαπέντε χρόνια μετά την Camera degli sposi, που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για όλα τα πρόσωπα των γυναικών, λυτρωμένα επί σκηνής μέσα από την περσόνα της Αμαλίας Μουτούση, οι Πομπές μου –όχι «ένα δημιούργημα του πνεύματος», αλλά ένα μακρόχρονο βίωμα, το οποίο, όπως έγραφε ο Κλωντέλ για τον Κλήρο του μεσημεριού, «από το βασίλειο του αισθήματος μπορούσε να περάσει στο βασίλειο του νοήματος»–, μου δείχνουν τον δρόμο προς το τέλος: τον θάνατο, αλλά και τον σκοπό του δημιουργού να κατακτήσει, επιτέλους, αυτό για το οποίο ήταν ταγμένος: την ελευθερία του ως καταγεγραμμένο γεγονός. Δεκαπέντε χρόνια μετά, εκτός από τα πρόσωπα και τη δράση –τον άνδρα και τις γυναίκες στον γνόφο της εγκατάλειψης–, ένας νέος, τρίτος παράγοντας διαφοροποιεί την επανάληψη: η ποιητική, ο λόγος, δηλαδή, για τον οποίο, όχι μόνον έγραψα, αλλά, γράφοντας, σκέφθηκα, εκτός από τα πάθη, και τον λόγο.
Παράξενο, αλλά με ακολουθεί συνεχώς αυτή η σημείωση στο περιθώριο ενός προσχέδιου των Πομπών: «Δεν απασφαλίζεται η φωνή σου. Και ό,τι προσεκτικά μου εγχείρισες κάτω από τις γραμμές μου, δεν παίζεται». Έχω την αίσθηση πως αυτός στον οποίο απευθύνομαι είναι ο θάνατος και πως ό,τι έγραψα ο θάνατος μου το υποβάλλει, υπό τας γραμμάς. Γι’ αυτό και ο αναγνώστης που θα ζητήσει να διαβάσει τις Πομπές μου παρακαλείται να μην αναζητήσει το σκάνδαλο, αλλά να τις θεωρήσει σαν μία ακόμη πομπή, σαν μία ακόμη τελετή, που προκαταλαμβάνει γραπτώς το γραμμένο, την κατεξοχήν τελετή στο φινάλε της ζωής κάθε ανθρώπου: την pompe funebre. Θέλω να πω, χωρίς περιστροφές, ότι οι Πομπές είναι το εξόδιο κείμενο της ερωτικής ζωής ενός άνδρα, που το εμπνέει ο αδύνατος ορισμός του ερωτισμού από τον Ζωρζ Μπατάιγ: «[ερωτισμός είναι] η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής». Με δικά μου λόγια: «Αυτή φώναζε. Κολλημένο το στόμα της στο αυτί του / γυναίκα που τελειώνει και φωνάζει και γίνεται σεισμός / Που φωνάζει από γλώσσα και διακρίνει στο σώμα της / τα όργανα και τις ζώνες / Που φωνάζει σε σημείο ώστε να φαίνεται πως έχει σχέση / περισσότερο με τη φωνή παρά με τον γαμιά της / Την κράταγε. Με το ένα χέρι άνοιγε τα μπούτια της / Με το άλλο ξερίζωνε τα ζιζάνια απ’ το σεντόνι […] Νοσηλεύοντας την πίκρα του στα σεντόνια / αναρρωνύει με το κεφάλι στα βυζιά της». Είναι συγχρόνως η υπόμνηση της «σοβαρής μητρότητας του άνδρα» (Ρίλκε), του ισοβίως ωδινόμενου άνδρα και του αενάως κυοφορούμενου έργου του: «Της λέει: / Όταν θα τελειώσω κι αυτό το τετράδιο, θα τελειώσουμε» / Του λέει: / «”Όταν θα τελειώσουν τα φύλλα του τετραδίου / θα συνεχίσεις να γράφεις έργο επαχθές / όπου άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν / Αλλά εγώ δεν θα είμαι πια η αναγνώστις / Δεν έγινες το αφήγημα / Κι ό,τι εκπνέεις αφηγούμενος, δεν είσαι εσύ / Δε θα στοιχειώσω εγώ δάκρυα και μελάνι / Δεν είναι η γραφή άτεχνη μίμηση, πράξεων ατελών; / Άρα, η τραγωδία θα είναι με το μέρος μου». Τώρα, αν με ρωτούσαν «Τι είναι αυτό που έγραψα;», θα απαντούσα, όπως ο φίλος μου ο Γιώργος Χειμωνάς, ότι είναι η πιο αποτυχημένη γραφή της νεοελληνικής γραμματείας. Αλλά εγώ μονάχα αυτή γνωρίζω να χρησιμοποιώ επιδεικτικά.
Ο συγγραφέας διαβάζει το έργο και συντονίζει τη συζήτηση