Μαρία Γιαγιάννου, Άνγκρια
Τα αδέλφια Βροντή ζουν σε μια σύγχρονη «σχεδόν Αθήνα» ψάχνοντας τις συντεταγμένες της καταγωγής τους και τον δρόμο προς το μέλλον. Η μετάβαση από μια πολλά υποσχόμενη παιδική ηλικία προς τις ακυρωμένες προσδοκίες της ενηλικίωσης συμβαίνει σε τέσσερις φάσεις: την εκταφή του πατέρα, το αποκριάτικο πάρτυ, την πυρκαγιά στο νεκροταφείο και μια μοιραία κοκορομαχία. Μια οικογενειακή κομεντί που ξεκινά από την ιδέα και τη βάσιμη ιστορική πιθανότητα ο Τσέχοφ να εμπνεύστηκε τις Τρεις Αδελφές απευθείας από τη ζωή των αδελφών Μπροντέ (κορυφαίας λογοτεχνικής τριάδας του 19ου αιώνα). Στην πλοκή τής Άνγκρια η παραπάνω σύμπτωση ενσωματώνεται σε μια νέα θεατρική τοπιογραφία. Με νέα ονόματα και νέες ιδιότητες, οκτώ χαρακτήρες δρουν πάνω στον πειραγμένο δραματουργικό κάναβο των Τριών Αδελφών. Σε ένα ανεδαφικό Παρόν, άχρονο και μαζί επίκαιρο. Κάπως σαν αυτό της σύγχρονης Ελλάδας.
ΑΣΤΕΡΙΟΣ: Αυτό που κάνει τόσο αβέβαιη την προσωπικότητά μου, αυτό το γνώρισμα που αρχικά κανείς εκλαμβάνει ως
στωικότητα, σοβαρότητα, ανδροπρέπεια ή ακόμη και
αληθινή σοφία, δεν είναι τίποτε από τα παραπάνω. Δεν είναι στοχασμός· είναι ελεγχόμενος πανικός. Δεν ξέρω
κατά πού να πάω. Και το σύμβολο που φοβάμαι πιο πολύ στη ζωή και που με συνθλίβει όπως το φως καίει τον κόμη
Δράκουλα, είναι το άκακο Σταυροδρόμι. Περιμένω αυτό
που δεν έρχεται, περιμένω να με διαλέξει ο δρόμος αντί εγώ να τον διαλέξω. Λιμνάζω, παρότι είμαι συνέχεια σε
κίνηση. Είμαι ένας ψεύτης συνετά ερωτευμένος με τα πάντα και άρα με το τίποτα. Το βασικό πρόβλημα είναι η
απληστία. Και στα θεμέλιά της η ανελέητη ποσότητα των επιλογών. Πείτε τη και βιοποικιλότητα. Πώς μπορεί ο
άνθρωπος να πάρει έναν δρόμο; Κάποιοι έχουμε μεγάλο ταλέντο στην αναποφασιστικότητα. Είμαι χειροπτερολόγος και ξέρω. Μελετώ τα θηλαστικά που τα χέρια τους είναι
φτερά. Το πιο γνωστό είναι η νυχτερίδα. Κι αυτή ακόμη,
μαύρος ιπτάμενος σταυρός, είναι ένα σταυροδρόμι. Η μάχη ανάμεσα στην καλή και την κακή της φύση είναι αμφίρροπη. Πώς να διαλέξω; Είμαι ο Μπάτμαν ή ο Δράκουλας; Ή μήπως, απλώς: άνθρωπος; Αυτός είναι το πιο αναποφάσιστο
χειρόπτερο. Δεν μπορεί ούτε να πιαστεί από κάπου ούτε και να πετάξει.
(Παύση.)
Είμαι ο χειρόπτερος. Ανάβω το σόναρ, απογειώνομαι, μπαίνω σε τροχιά και φεύγω. Δυστυχισμένος, γιατί
πόθησα τις δύο αδελφές. Δυστυχισμένος, γιατί δεν πόθησα και τις τρεις. (Σωπαίνει και στήνει τη στήλη
από καρέκλες, όσο οι αδελφές παίζουν ζάρια.)
ΑΙΜΙΛΙΑ: Το ξέρεις, Κάρερ, ότι μια ζαριά δεν μπορεί να καταργήσει ποτέ το μοιραίο;
ΚΑΡΛΟΤΑ: Δεν το ξέρω, Έλις.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Ρίχνεις τη ζαριά εσύ, αλλά το μοιραίο δεν καταργείται.
ΚΑΡΛΟΤΑ: Ίσα ίσα που όταν ρίχνω τη ζαριά, το μοιραίο επιβεβαιώνεται.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Σωστά. Γιατί ρίχνουμε το ζάρι τότε; ΚΑΡΛΟΤΑ: Γιατί παίζουμε μπαρμπούτι, Έλις.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Διότι από τον άσο μέχρι το έξι, έχουμε έξι επιλογές. Έξι επιλογές είναι καλύτερες από καμία.
ΚΑΡΛΟΤΑ: Ο ανταγωνισμός είναι η απάντηση. Μπορεί να μας νικήσει το μοιραίο, αλλά νωρίτερα μία από εμάς θα έχει κερδίσει το τρόπαιο. Κάτι δεν είναι κι αυτό;
ΑΙΜΙΛΙΑ: Τόση ώρα που παίζουμε, πρόσεξες ποιος νικάει, Κάρερ;
ΚΑΡΛΟΤΑ: Δεν πρόσεξα, Έλις.
ΑΙΜΙΛΙΑ: Τότε χάσαμε και οι δύο, Κάρερ.
ΚΑΡΛΟΤΑ (φιλάει την Αιμιλία): Όχι, Έλις. Τότε κερδίσαμε και οι δύο.
Σκηνοθετική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Δαμασιώτη
Ερμηνεύουν: Παναγιώτης Γαβρέλας, Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Γιώργος Δικαίος, Ιωάννης Κοτίδης, Γρηγορία Μεθενίτη, Μαίρη Μηνά, Γωγώ Παπαϊωάννου, Μαρία Πετεβή