Μαρία Λαινά, Έδυσε η σελήνη
Η ιλαροτραγωδία της ζωής. Αυτή ήταν η πρόθεση: η πραγματική ομορφιά είτε στην άχρονη ποίηση είτε στο αδυσώπητο, λαίμαργο και ηδυπαθές παρόν. Και η αθεράπευτη πληγή ανθρώπων και τόπων που δεν εννοεί να τις ταυτίσει η περαστική ύπαρξη. Ένα νησί που έχει τις χάρες όλες, όπως τα άγρια ακόμη θηράματα.
(Καφενείο στη Μυτιλήνη. Ακούγεται το μυτιληνιό τραγούδι «Ήλιος και Φεγγάρι» και σβήνει σιγά σιγά μετά τη φράση «Αγιάσο… μαυρομάτες και ξανθές». Προχωρημένο πρωί,
γύρω στις έντεκα. Ο Κώστας διαβάζει μια τοπική εφημερίδα. Το ύφος του είναι σκοτεινό. Το αντίθετο συμβαίνει με τον Πέτρο, που, αραχτός, δείχνει ν’ απολαμβάνει τα πάντα, έχει απλώσει τα πόδια του στη διπλανή του καρέκλα και τελειώνει τον καφέ του. Απέναντί του, και πίσω από τον Κώστα καμιά εικοσαριά μέτρα, κάθεται η ξανθιά, πίνει φυσικό χυμό πορτοκάλι και σημειώνει ή σκιτσάρει σ’ ένα τετραδιάκι […].)
Π: Καλά, διαβάζεις και στατιστικές για τις αυτοκτονίες; (Παύση.) Αν –έτσι που το πας, δηλαδή– αν αυτοκτονήσουμε τώρα και οι δυο μας, κάνουμε μαζί με το φαντάρο τρεις, και πρέπει να βρούμε κι άλλους δύο, κατά προτίμηση άντρες, ε; Για να μη διαψεύσουμε τις στατιστικές (φωνάζει στον καφετζή): Κυρ Σωτήρη, και μια ελίτσες. (Στον Κώστα): Μην τρελαθούμε, φιλάρα. Είμαστε στο νησί του έρωτα, νιώσε τη φάση. Η Σαπφώ, η Σαπφώ, παιδάκι μου, που μας τα ’χει πρήξει με δαύτην ο Γεράσιμος και πρέπει να τρέχουμε τώρα για τη λυρική ποιήτρια, ήταν διαρκώς ερωτευμένη, έτσι λέει ο Γεράσιμος πάλι. Γιατί δεν διαβάζεις κάνα ποίημά της, να δεις τη χαρά της ζωής που είναι ο έρωτας. (Γέρνει και ξανακοιτάζει προς τη μεριά της ξανθιάς.)
Κ: Κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
Π (επανέρχεται στη θέση του αλαφιασμένος):
Τι’ ν’ αυτό πάλι;
Κ: Στίχος.
Π (χαμογελώντας πονηρά): Δικός σου;
Κ: Της Σαπφώς.
Π: Είπα κι εγώ. (Παύση, ερωτηματικά.) Μόνη κοιμόταν;
Κ: Όταν γέρασε και δεν την ήθελε κανείς. Ή πριν γεράσει, αλλά δεν την ήθελε αυτός που ήθελε.
Π: Α. Νορμάλ το βρίσκω. Διαβασμένος μού είσαι όμως, ε;
Ξέρεις κι άλλα τέτοια; Τι λέει παρακάτω;
Κ: Παραπάνω. Παρακάτω δεν έχει.
(Ο Πέτρος κουνάει το χέρι του ανυπόμονα για τη συνέχεια. Ο Κώστας απαγγέλλει ολόκληρο το ποίημα.)
Έδυσε η Σελήνη
κι η Πούλια.
Είναι μεσάνυχτα,
ο χρόνος περνά
κι εγώ κοιμάμαι μόνη.
το θες κι αλλιώς;
και το φεγγάρι εβύθισε κ’ η πούλια πια´ σιμώνει
το μεσονύχτι˙ η ώρα περνά κ’ εγώ κοιμούμαι μόνη.
και στην αιολική διάλεκτο
Δέδυκε μὲν ἀ σελάνναΠ (τον κόβει): Φτάνει, φτάνει.
Πετιέται ενθουσιασμένος και τον φιλάει σταυρωτά.
Σχεδόν φωνάζει. Η ξανθιά σηκώνει το κεφάλι της και τους κοιτάζει πρώτη φορά.
Ερμηνεύουν: Αίας Μανθόπουλος, Ένκε Φεζολλάρι, Έφη Βενιανάκη Εικαστική παρέμβαση: Ένη Κούκουλα