Μαρία Λαινά, Ένα…Δύο…Τρία
Το Ένα…Δύο…Τρία είναι ακριβώς μια έκφραση της λεπτής ισορροπίας, της αγωνίας του ανθρώπου να υπάρξει, να σταθεί αντιμέτωπος με τη ζωή του, με την αλήθεια του, με την ίδια του την ύπαρξη, μέσα σε έναν κόσμο που δυσκολεύεται να συλλάβει στην ολότητά του. Τρεις άνδρες που δεν έχουν ονόματα. Είναι ο Α, ο Β και ο Γ. Δεν έχουν ονόματα, γιατί δεν τα χρειάζονται. Δεν τα χρειαζόμαστε. Είναι τρεις ενδεικτικοί άνθρωποι, θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. […]
(Χτυπάει η πόρτα. Ο Β μένει ακίνητος κι απορημένος. Κοιτάζει προς τη μεριά του Α. Χαμογελάει. Το κουδούνι ξαναχτυπάει. Ο Β μαζεύει τα χαρτιά, καθαρίζει λίγο το τραπέζι και πάει κι ανοίγει. Μπροστά του ο Γ.)
Γ: Καλησπέρα.
Β: Γεια χαρά.
Γ: Εντάξει όλα;
Β: Μια χαρά.
Γ: Έκλεισα το μαγαζί και είπα να πω μια κουβέντα με το φίλο σου.
(Παύση. Κοιτάζονται.)
Μέσα δεν είναι;
(Παύση. Ο Β δεν κουνιέται από την πόρτα. Ο Γ προσπαθεί να δει μέσα στο δωμάτιο.)
Δε βγήκε;
Β: Δε βγήκε, όχι.
Γ: Έτσι λέω κι εγώ. Γιατί αν έβγαινε, θα τον έβλεπα.
Β: Ναι, βέβαια.
Γ: Ήρθα πριν, να του δώσω τις μπύρες και κάτι λέγαμε… και μερικά μου φανήκανε περίεργα, αλλά μετά, αφού γύρισα και τα ξανασκέφτηκα…
(Παύση.)
Β: Δεν κολλάγανε.
(Μικρή παύση.)
Γ: Να μπω δυο λεφτά; Δε θα σε καθυστερήσω.
(Ο Β παραμερίζει και ο Γ μπαίνει. Ο Γ απαντώντας στην προηγούμενη πρόταση.)
Δεν ξέρω ακόμη. Θέλω λίγο να
δω…
(Κοιτάζει το τραπέζι και τα χαρτιά.)
Παίζεις κι εσύ αυτό το παιχνίδι, ε; Καλό.
Β (δύσπιστος): Ξέρεις;
Γ: Μπα.
Β: Είπα κι εγώ. Δε φαίνεσαι απ’ αυτούς.
Γ: Γιατί, πώς είναι αυτοί;
Β: Εξαρτάται.
Γ: Α, βέβαια. Σήμερα αυτό είναι πάνω απ’ όλα. Πρέπει να το υπολογίσεις, αλλιώς την πάτησες. «Εξαρτάται!» Σπουδαία κουβέντα.
(Ο Β τον κοιτάζει καχύποπτα. Ο Γ ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο. Βλέπει το καθιστό πτώμα του Α. Παραμένει ατάραχος.)
Β (κι αυτός ήσυχος, αφού πάει και κλείνει το ραδιόφωνο):
Πρώτα απ’ όλα, η πασιέντζα δεν παίζεται! Ρίχνεται… απλώνεται. Θέλει άπλα, γι’αυτό και δε χωράνε πολλοί.
Γ (μεταξύ δειλίας και τόλμης): Δύο;
Β: Δύο είναι το χειρότερο. Γιατί καθώς την απλώνεις, ο άλλος κοιτάει.
Γ: Και είναι γρουσουζιά, ε; Όπως στο ψάρεμα.
Β: Μπράβο.
Γ: Εκνευρίζεσαι. Σε πιάνουν τα νεύρα σου.
Β: Πολύ.
Γ: Γι’ αυτό έφυγες προηγουμένως.
Β: Μπράβο. Αυτός έριχνε όμως.
Γ: Και τώρα που έφυγε αυτός, ρίχνεις εσύ.
Β: Η πασιέντζα είναι μοναχικό παιχνίδι. Ξεκάθαρο αυτό, ε;
Γ: Ξεκάθαρο.
Β: Το πιο μοναχικό. Είσαι εσύ και η τύχη σου.
Γ (κάπως σκεφτικός): Εσύ κι η τύχη σου.
Β: Και δεν περιμένεις μια βδομάδα να κληρώσει. Είναι θέμα μισής ώρας. Το πολύ.
Γ: Εμένα μου φαίνεται καλύτερο αυτό.
Β: Και μην έχεις πολλές ελπίδες, ε; Συνήθως μπλοκάρει.
Γ: Ωραία. (Παύση.) Αλλά δεν κερδίζεις τίποτα.
Β: Δεν είν’ εκεί το θέμα. (Παύση.)
Γ: Ε, όσο να ’ναι πάντως. Κάτι είναι να ξέρεις πως άμα είσαι τυχερός, θα βγει και κάτι.
Β: Άμα είσαι τυχερός, βγαίνει κάτι. (Παύση.) Κάτι έχεις βάλει με το νου σου, και άμα βγει, θα γίνει. Θα πέσει πάνω σου, πώς το λένε; Θες δε θες.
(Ο Γ γελάει με την καρδιά του.)
Μη γελάς. Δεν έχεις λόγο να γελάς. Κανέναν.
Γ (σταματάει να γελάει): Να κάτσω δυο λεπτά; (Παύση.) Δε θα μιλάω. Δηλαδή, μπορεί και να πω μια κουβέντα. Εντάξει;
(Ο Β παίρνει την τράπουλα, ανακατεύει τα χαρτιά, κόβει κι αρχίζει να τα ρίχνει.)
Β (χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από τα χαρτιά):
Ορίστε. Εκεί είν’ η καρέκλα.
(Ο Γ πάει και κάθεται.)
ΑΥΛΑΙΑ
Σκηνοθετική επιμέλεια: Κοσμάς Φοντούκης
Ερμηνεύουν: Γιάννης Κότσιφας, Γιώργος Ντούσης, Ένκε Φεζολλάρι