Μιχαήλ Άνθης, Αποκλειστικά δική σας
Μία αποκλειστική νοσοκόμα σκοτώνει τους ηλικιωμένους ασθενείς της, με την πεποίθηση ότι τους απελευθερώνει από το μαρτύριο των τελευταίων στιγμών. «Μπαινοβγαίνει» στον κόσμο τους, αποκωδικοποιεί ύστατα βλέμματα, φράσεις, κινήσεις και χάνεται σ’ ένα ανελέητο «κυνηγητό» με τον εαυτό της που δεν εννοεί να την αφήσει ήσυχη, αν δεν φανερωθεί όλη η αλήθεια. Και η αλήθεια που προτιμά τις καλές κρυψώνες, θα της δείξει τα δόντια της σαν πεινασμένη αρκούδα που ξυπνάει πρόωρα από χειμερία νάρκη.
«Καμία σχέση με τον δικό σας πατέρα. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του και μου χαμογέλασε τόσο ήρεμα και γλυκά… Ήταν όμορφος… Κρίμα που χάσατε αυτή τη στιγμή. Αλλά το χαμόγελό του μού έλεγε… «μην απατάσαι, Αντιγόνη, δεν είναι για σένα αυτό το χαμόγελο, αλλά για το γιο μου. Δώσ’ του το, σε παρακαλώ». «Θα του το δώσω», του λέω, «φύγετε ήσυχος»… (Διορθώνει)… «Μείνετε, μείνετε ήσυχος.» «Του απευθύνει» το χρωστούμενο χαμόγελο.
(Παύση.)
«Ελπίζω να μη σας κουράζω. Δεν συνηθίζω να μιλάω για τη δουλειά μου. Επειδή μιλάμε για τον πατέρα σας.» («Ακούει» τον άντρα που της δίνει το ελεύθερο και αναθαρρεύει.) «Χαίρομαι. Δεν ήταν εύκολο όταν ξεκίνησα, ξέρετε. Τρόμαζα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δύο τόσο λεπτεπίλεπτα χέρια σαν τα δικά μου θα κατάφερναν αυτό που με δυσκολία καταφέρνουν δύο γεροδεμένοι νοσοκόμοι. Όταν αφήνεται ο ασθενής, βαραίνει. Έχεις την εντύπωση πως δεν σηκώνεις μόνο τον ίδιο, αλλά ολόκληρη τη ζωή του, η οποία έχει γίνει μια βαριά, σιδερένια μπάλα και τον κρατάει εκεί ακίνητο. Αν θέλω να μετακινήσω τον ασθενή μου, πρέπει να βρω τρόπο να ελαφρύνω αυτή την μπάλα. Μη με ρωτήσετε πώς το κάνω. Έχω μια υποψία, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Νομίζω πως η μπάλα που έχω κι εγώ μέσα μου, καλεί τη δική του μπάλα να παίξουνε. Την παρασύρει. Έτσι οι μπάλες μας πάνε λίγο πιο πέρα και μας αφήνουν έστω και προσωρινά ήσυχους. (Γελάει. Εισπράττει την υποτιθέμενη αμφιβολία του άλλου.) Λυπάμαι που δεν τα κατάφερε ο πατέρας σας. Έφυγε τόσο γαλήνια. Είμαι σίγουρη ότι εκείνος διάλεξε τη στιγμή. Όπως είμαι σίγουρη πως διάλεξε και τον τρόπο που έζησε. Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Δεν γίνεται να ζήσεις όπως θέλεις εσύ και να πεθάνεις με τον τρόπο κάποιου άλλου, έστω κι αν τα φαινόμενα απατούν. Γι’ αυτό, εξάλλου, λέγονται και φαινόμενα. Γιατί φαίνονται στον καθένα διαφορετικά. Εσένα έτσι, εμένα αλλιώς… Είχα κάποτε έναν ασθενή που πέρασε όλη του τη ζωή με καταχρήσεις. Κυρίως ποτό και ναρκωτικά. Δεν υπήρχε συνδυασμός αυτών των δύο που δεν τον δοκίμασε. Παραμορφώθηκε σε αυτοκινητικό ατύχημα. Έγινε τέρας. Δεν ξεχώριζες μύτη, μάτια, στόμα… Ξέρετε τι μου είπε λίγο πριν «φύγει»; «Χαίρομαι που πεθαίνω άσχημος, γιατί έτσι έζησα».
Σκηνοθεσία: Εσθέρ Αντρέ Γκουζάλεθ
Σκηνικά-Κοστούμια: Χρίστος Κωνσταντέλλος
Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνα Τακάλου και ο συγγραφέας