Παναγιώτης Μέντης, Η κρυφή πληγή

Η Κρυφή πληγή του Παναγιώτη Μέντη, έργο σε δύο μέρη, διαδραματίζεται σε ένα φορτισμένο αρνητικά σπίτι, χώρο που γίνεται καθοριστικός φορέας για την εξέλιξη της δράσης. Η εξουσιαστική μορφή της μητέρας κυριαρχεί μέσα στον χώρο αφαιρώντας από κάθε άλλον το δικαίωμα της πρωτοβουλίας. Μητέρα και σπίτι μοιάζουν με δύο αχανή ερέβη που απορροφούν από τους ανθρώπους γύρω τους την ενέργεια, τα συναισθήματα, τα όνειρα, τις ελπίδες και, εντέλει, την ίδια τους τη ζωή. Όλα τα πρόσωπα (μητέρα, γιοι, νύφες, υποτακτικοί) κινούνται πάνω σε ένα μυστηριώδες και επισφαλές πλέγμα σχέσεων, υποτάσσονται σε ένα αμφίρροπο παιχνίδι κυριαρχίας, με τελικό σκοπό την επιβίωση και την ανάδειξη του ισχυροτέρου. Ρόλοι και αισθήματα που εναλλάσσονται, ζωές αφιερωμένες στην αγάπη που τρέφεται από το μίσος, αμαρτίες, επιλογές και ενοχές που βαραίνουν επάνω τους σαν ανοιχτές ανίατες πληγές, ένα παρελθόν-κυνηγός και ο αποκλεισμός κάθε διόδου συστήνουν το πεδίο στο οποίο κινούνται.

ΑΝΔΡΕΑΣ: Γύρισα στο νησί. Μετά την Αίγυπτο γύρισα στο νησί. Η Μπέμπα με περίμενε. Εγώ είχα ξεχάσει… Την είχα ξεχάσει κι εκείνη με περίμενε. Γυναίκα πια… Όταν της είπα ότι θα ‘φευγα Αθήνα με κοίταξε, πάλι θα με περίμενε, είπε. «Να περιμένεις τι, κορίτσι μου;» «Δεν έχω τι άλλο πια να κάνω.» Αυτό μου είπε. Δεν έχω τι άλλο πια να κάνω… Την κάλεσα εδώ. Σ’ αυτό το σπίτι. Και έτσι έφυγε η ζωή… Μεταπράτης. Αγόραζα και πουλούσα. Το πρώτο μαγαζί στην ακτή Κονδύλη απέναντι απ’ το τελωνείο… Αγόραζα καi πουλούσα… Όλη μου τη ζωή αγόραζα, τα παλιά, τα μεταχειρισμένα παλιοσίδερα, τα έκανα καινούργια και τα ξαναπουλούσα… Από το παπουτσάδικο έγινα σιδεράς… Μεταπράτης σιδεράς. Όποιος φελά παντού φελά!… Κανόνας. ‘Αλφα και ωμέγα για τον καλό τον σκλάβο!… Καινούργιο παντελόνι αγόραζα και σε δυο μέρες μπιμπίλιαζε, σε μια βδομάδα ήθελε μπάλωμα ανάμεσα στα μπούτια, από το πήγαιν’ έλα και το τρέξιμο…
ΜΑΡΙΝΑ: Μη μιλάς άλλο, Ανδρέα… Μη μιλάς.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Είναι η απολογία μου, ο απολογισμός μου… Είναι η κατάθεσή μου… Η αναπαράσταση… Εγώ ήμουν εδώ εκτός εαυτού, είχα φουντώσει, δεν ήξερα τι μου γινόταν… Κι εκείνη μ’ έβγαλε άχρηστο… Με έφτυσε κατάμουτρα. Ξέρεις τι μου είπε;… Με κράτησε άντρα. Έτσι μου ‘πε, με κράτησε άντρα ποιος; Η Μπέμπα!… Ο άντρας είναι άντρας!… Γεννιέται άντρας. Μετά φορτώνεται με τον σταυρό του και βαδίζει. Πρέπει να πολεμήσει, να νικήσει, να πάει μπροστά… Να πάει μπροστά να κουμαντάρει! Να πάει μπροστά με
τα χέρια του, με το μυαλό του, με το πουλί του!… Να τους πηδήξει όλους πριν να τον πηδήξουνε… Όλα εργαλεία είναι, εργαλεία είμαστε. Θα πει για μένα η Μπέμπα!… Πηγαίνανε να πούνε η γειτονιά; Να οι περικοκλάδες και οι πλάκες της Καρύστου στις βεράντες!… Πηγαίνανε να ξαναπούν, να οι κούνιες και οι πολυθρόνες!… Η πρώτη κούρσα έξω απ’ το σπίτι αυτό σταμάτησε… Η Αθηνά τι πάει να πει λεωφορείο ούτε που το κατάλαβε. Πέταγε τα παπούτσια, γιατί άλλαζε η μόδα κι όχι γιατί λιώνανε… Έλιωνα εγώ!… Μονάχα όποιος αγάπησε μπορεί να καταλάβει. Όποιος αγάπησε.
Ξέρεις τι είναι η αγάπη;
Τι φωτιά είναι; Τι μαχαίρι είναι; Πώς σε κόβει; Πώς μπαίνει και σε σφάζει; Εγώ θα σκότωνα για χάρη της!… Το καταλάβαινε όταν πήγαινα στην Μπέμπα και με κοιτούσε με μια
περιφρόνηση. Έβαζε στο ποτήρι μια κουταλιά βανίλια και κρύο νερό και τ’ άφηνε ιδρωμένο πάνω στο τραπέζι της βεράντας… Πάντα όταν θα σηκωνόμουν απ’ την Μπέμπα. Το καταλάβαινε κι ήθελε να το ξέρω ότι το ξέρει. Το καλοκαίρι μού άφηνε βανίλια και το χειμώνα ένα πιατάκι με γλυκό του κουταλιού…

Παραγωγή: Θεατρικός οργανισμός Στιγμή
Σκηνοθετική – Σκηνογραφική επιμέλεια: Γιάννης Αναστασάκης
Ερμηνεύουν: Εύα Μουστάκα, Μαρία Τσιμά, Μαρία Αντουλινάκη, Ζαχαρούλα Οικονόμου, Νίκος Πυροκάκος, Χριστόδουλος Στυλιανού, Γιάννης Αναστασάκης

Μοιραστείτε τη δημοσίευση