Σάκης Σερέφας, Είναι μόνη
Η Παναγιώτα, μια ευτραφής νεαρή γυναίκα, υπάλληλος σε ένα συνοικιακό σουπερμάρκετ, υφίσταται από τον περίγυρό της έντονη πίεση να «αποκατασταθεί». Είναι μόλις 25 χρόνων, αλλά αντιμετωπίζεται σαν ένα αξιολύπητο και συνάμα αποκρουστικό αζευγάρωτο πλάσμα, με αποτέλεσμα την ηθική και σωματική της καθίζηση. Στην προσπάθειά της να διασωθεί, κατασκευάζει και παρουσιάζει μιαν άλλη εικόνα για τον εαυτό της. Όταν, όμως, το προσωπείο, πέσει, όλοι είναι έτοιμοι να την κατασπαράξουν, αρνούμενοι να αποδεχθούν την απόγνωσή της.
Έργο που μιλάει τη σημερινή γλώσσα, στηριγμένο σε καταστάσεις οικείες και καθημερινές, με μια γαστριμαργική σε επίπεδο συμβολισμών σύνδεση με το παλαιότερο Μαμ, διαπραγματεύεται με τρόπο ρεαλιστικό ένα μείζον υπαρξιακό ζήτημα θρυψαλιάζοντας τον ρεαλισμό του με την παρέμβαση δύο υπέρκοσμων οντοτήτων: της πεθαμένης Γιαγιάς, που παρέχοντας πληροφορίες για το παρελθόν της εγγονής της, συνδράμει στον σχηματισμό μιας ολοκληρωμένης εικόνας της και στην κατανόηση της ψυχοσύνθεσής της, και του Τροβαδούρου, που με τα τραγούδια του κρατάει κυρίως έναν ρόλο σχολιαστή.
ΜΗΤΕΡΑ (ανοίγει τα μάτια τρομαγμένη): Σιγά, παιδάκι μου, με κοψοχόλιασες! Τι κάνεις εκεί;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Ήθελα να δω άμα πετυχαίνει ακόμη.
ΜΗΤΕΡΑ: Τι να πετυχαίνει;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Θυμάσαι που σου το έκανα, όταν ήμουνα μικρή;
ΜΗΤΕΡΑ: Ποιο από όλα;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Που καθόμουνα και σε κοιτούσα στα μάτια, όταν κοιμόσουνα. Είχα διαβάσει κάπου ότι άμα κοιτάς πολλή ώρα στα μάτια κάποιον που κοιμάται, εκείνος στο τέλος ξυπνάει.
ΜΗΤΕΡΑ: Κι εγώ ξυπνούσα;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Ξυπνούσες. Πάντα.
ΜΗΤΕΡΑ: Γιατί ξυπνούσα;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Ε, τώρα δεν το είπαμε; Ξυπνούσες, γιατί σε κοιτούσα στα μάτια.
ΜΗΤΕΡΑ (σκέφτεται): Έτσι νομίζεις εσύ. Τα δικά σου μάτια νομίζεις ότι με ξυπνούσανε;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (με απορία): Ποια άλλα, δηλαδή;
ΜΗΤΕΡΑ (δείχνει με το δάχτυλό της προς το ταβάνι): Τα μάτια Εκείνου! Που τα βλέπει όλα! (Την κοιτάζει με νόημα.) Όλα! Τ’ ακούς; Όλα!
(Η ΜΗΤΕΡΑ δείχνει με το δάχτυλό της προς τα επάνω, προς τον ουρανό, προς το μέρος της ΓΙΑΓΙΑΣ, η οποία λαχταράει και κάνει έναν μορφασμό τρόμου, σαν να φοβάται ότι την ανακαλύψανε.)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (με συγκρατημένη ειρωνεία): Δεν ήξερα ότι κάνει και αφύπνιση Εκείνος…
(Παύση.) Και δεν μου λες, έβλεπες κάνα όνειρο πριν;
ΜΗΤΕΡΑ (διστακτικά): Ε, κάτι έβλεπα…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Τι κάτι;
ΜΗΤΕΡΑ: Ένα καλό κάτι.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Τι καλό;
ΜΗΤΕΡΑ (τάχα διστακτικά): Ε, τι να σου λέω τώρα;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (τάχα αδιάφορα): Ε, καλά, αφού δεν θες, άσε.
ΜΗΤΕΡΑ (βιαστικά): Ε, αφού τρώγεσαι να μάθεις, εσένα έβλεπα. Νυφούλα. Εντάξει;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ: Πάλι;
ΜΗΤΕΡΑ (χειρονομεί σαν να πετάει ρύζια στην
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ): Και μ’ έκοψες πάνω στο καλύτερο, που σας πετούσα τα ρύζια…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ειρωνικά): Τι κρίμα…
ΜΗΤΕΡΑ: Εμ, κρίμα βέβαια…
[…]
(Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ πλησιάζει και σκεπάζει με τις παλάμες των χεριών του τα μάτια της ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ. Της φοράει μια κόκκινη μπλούζα που γράφει μπροστά της «TASTE OF UNIVERSE» και της βάζει στο χέρι ένα μηχάνημα επικόλλησης ετικετών στα προϊόντα. Συγχρόνως, τής τραγουδά.)
ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ:
Στα όνειρα όλα μπορεί να συμβούν.
Κλείσε τα μάτια και θα ’ρθουν να σε βρουν.
Κάθε σου όνειρο μπορεί να βγει αληθινό.
Μόλις βρει τη θέση του μες στον Καιρό.
(Παίρνει το χέρι της στο χέρι του κι αρχίζουν και οι δυο να κολλούν ετικέτες στα προϊόντα.)
Ντομάτες δύο ευρώ, τρία οι φακές.
Κυκλοφορούν πολλές ψυχές μοναχικές.
Προσφορά οι φρυγανιές! Στα δύο πακέτα ένα ακόμη!
Πώς να τις φάει όλες αυτές μία μόνη;
(Σκοτάδι.)
Σκηνοθετική επιμέλεια: Άρης Τρουπάκης
Ερμηνεύουν: Νικόλας Αναστασόπουλος, Γιώτα Μηλίτση, Έλενα Πάσσου, Μαρία Σαββίδου, Καλλιόπη Σίμου, Άρης Τρουπάκης, Σπύρος Τσεκούρας.
Τη συζήτηση συντονίζει η Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη