Σόνια Ζαχαράτου, Όνειρα με τη μαμά / Παιχνίδια με τον σπάγγο

Ένας άντρας, μια γυναίκα, ένας διάλογος. Δεν θα παρουσίαζε καμία ιδιαιτερότητα ο διάλογος, αν δεν αφορούσε τα όνειρα μιας γυναίκας. Μια γυναίκα ονειρεύεται εικόνες διάσπαρτες, εικόνες γοητευτικές, αλλά και εικόνες που της γεννούν φόβο και την ακινητοποιούν. Η μάνα της, η μάνα της που δεν ζει πια, είναι μέσα στα όνειρα που ανασύρονται από το υποσυνείδητό της και τη συνταράσσουν. Ο άντρας τη βοηθά να δει τις εικόνες, να εισχωρήσει μέσα τους και, μέσα από αυτές, να ξεδιαλύνει τη σχέση με τη μητέρα της. Ο άντρας γίνεται ο ενδιάμεσος που προσπαθεί να λύσει άθελά του τα μαγικά δεσμά μάνας και κόρης. Της προσφέρει την αλήθεια μέσα από δύσκολες ατραπούς, αφού ο ενδόμυχος φόβος του παντοτινού αποχωρισμού καραδοκεί στη σκέψη εκείνης. Αφού δυσκολεύεται να δεχτεί την ευτυχία, και θρυμματίζει τις στιγμές της χαράς. Απομένει, ωστόσο, η αγαλλίαση που αποκτάται μέσα από τη γνώση.

 

«Μαμάααα»… Φώναξα «μαμά» ή ονειρεύτηκα ότι φώναξα «μαμά»;
Ίσως σε φώναξα μαμά, γιατί ονειρεύτηκα μαμά, ξανά την κλεψύδρα όπου έλιωνα και ξαναγινόμουν,
ξεγινόμουν και ξαναγινόμουν, ολόκληρη
ξαναγινόμουν, και ξανά έλιωνα για να περάσω από τον στενό λαιμό της, και ξανά η κλεψύδρα αναποδογύριζε, και ξανά η κλεψύδρα με αναποδογύριζε,
και ξανά και ξανά τα ίδια, και ξανά και τώρα και πάντα με αναποδογυρίζει και λιώνω και ξαναγίνομαι και
ξαναλιώνω,
κι όλο παραμορφώνομαι καθώς στενεύω και φαρδαίνω και μακραίνω και μικραίνω. Πάνω κάτω, πάνω κάτω,
πάνω κάτω, λιώμα σάρκα οστά μυαλά, λιώμα ολόκληρη, σάρκα οστά μυαλά, μέσα έξω, πίσω μπρος, σάρκα οστά μυαλά…
Φοβάμαι να κοιμηθώ ξανά, μαμά, γιατί σκοντάφτω στις τρικλοποδιές του ύπνου. Ποτίζω τον εφιάλτη, και ήμουν
–λέει– πάλι παιδί, μα ήμουν ένα πολύ ψηλό παιδί, ένα
παιδί γίγαντας ντυμένο παιδικά, ένα κοριτσάκι γίγαντας με άσπρα σοσονάκια και παπούτσια με μπαρέτες και με φουστανάκι από οργαντίνα, ήμουν ένα παιδί γίγαντας
και δεν χωρούσα πουθενά, και όλο ψήλωνα χωρίς να
το θέλω, και μεγάλωναν μαζί μου και όσα φορούσα, και όλο και ξεμάκραινα από ανθρώπους και σπίτια, και ο
λαιμός μου όλο και τέντωνε και είχε γίνει διάφανος, και το κεφάλι μου ήταν πιο πάνω από τα σύννεφα,
πολύ πιο πάνω από τα σύννεφα, και πλησίαζε όλο και πιο κοντά στον ήλιο, και ζεσταινόμουν και καιγόμουν και πνιγόμουν, και έσκυβα για να φτάσω εκεί κάτω
χαμηλά, αλλά δεν γινόταν, έσκυβα για να σε φτάσω, για να με σώσεις, αλλά ούτε η φωνή μου έφτανε σε σένα ούτε και το δικό σου βλέμμα τόσο ψηλά, σε
μένα…
Κι έπειτα, ονειρεύτηκα ένα όνειρο μέσα στο άλλο, ονειρεύτηκα, δηλαδή, ότι ήσουν κρυμμένη σ’ ένα
όνειρο και κοίταζες τι ονειρευόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που στεκόσουν παράμερα και παραμόνευες.
Εμένα. Τα όνειρά μου.
Δεν ήταν η πρώτη φορά.
Φοβάμαι, μαμά. Κι εσένα, φοβάμαι. Επειδή πεθαίνουν και οι μαμάδες, μαμά.
Γι’ αυτό.
Γιατί πεθαίνουν και οι μαμάδες, μαμά; Γιατί;
Και τις φοβούνται τις μαμάδες, μαμά, όταν έχουν πεθάνει;
Και τις φοβούνταν κι όταν ήταν ζωντανές; Φοβούνται πάντα χωρίς τις μαμάδες; Φοβούνται και με τις
μαμάδες; Πάντα; Χωρίς; Με;

Σκηνοθετική επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι

Επιμέλεια σκηνικού χώρου – κοστουμιών: Χριστίνα Κωστέα

Ερμηνεύουν: Παναγιώτα Βλαντή, Τζένη Θεωνά

Μοιραστείτε τη δημοσίευση