Σταμάτης Πολενάκης, Μακρινή άγνωστη χώρα
Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μια παλιά σοφίτα στο Άμστερνταμ, ανάμεσα στα σκορπισμένα χαρτιά και στα ημερολόγια ενός νεαρού κοριτσιού στην υπό γερμανική κατοχή Ολλανδία του 1944 και στη σημερινή Ελλάδα; Υπάρχει ένα κοινό σημείο, ένα νήμα αόρατο. Η απελπισία, που είναι η μητέρα όλων μας. Αλλά και η ελπίδα επίσης, και η αγάπη για τη ζωή και η πίστη στο θαύμα και στην ανάσταση. Στο ερώτημα «Τι είναι η πατρίδα μας;» ο συγγραφέας απαντά με μια ιστορία μακρινή και ξένη για να προβάλλει τις αναλογίες με το σήμερα της δικής μας πραγματικότητας. Εκείνη η χθεσινή σοφίτα στο Άμστερνταμ, θα μπορούσε τώρα να είναι ένα σκοτεινό υπόγειο στην Ελλάδα του σήμερα, με θέα όχι πια στο όμορφο κανάλι, αλλά σε σωρούς σκουπιδιών και ανθρώπων ξεχασμένων και καταδικασμένων σε εξαθλίωση. Και μέσα στα συντρίμμια και στις στάχτες, μπορεί να ανθίζουν λουλούδια ξανά. Να ανθίζει ξανά το πανάρχαιο άνθος της ελπίδας εκείνων που δεν ελπίζουν πια σε τίποτα.
Όχι δεν είμαι καθόλου θλιμμένη σήμερα γι’αυτό θα βάλω το ωραιότερο φόρεμά μου για να τους υποδεχθώ το ίδιο φόρεμα που φορούσα το βράδυ εκείνο όταν ο Πέτερ με φίλησε απαλά σαν τη βροχή που έπεφτε πάνω στις στέγες του Άμστερνταμ πάνω στις σκοτεινές όχθες και τα κανάλια Θα ξαναβάλω εκείνο το παλιό φόρεμα ποτέ δεν το ξαναφόρεσα από τότε, αλλά θα το φορέσω ξανά σήμερα και θα περιμένω τη μέρα που θα ξαναγυρίσεις αν και ξέρω ότι δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ. Αντίο, αγαπημένη μου Άννα, Αντίο για πάντα. Δεν αντέχω άλλο τις λέξεις. Θα κάνω αυτό το ημερολόγιο κομμάτια και θα σκορπίσω τις λέξεις του στην κατασκότεινη νύχτα.
Και τότε εκείνη σταματά να μιλά. Αρχίζει να σιγοψιθυρίζει ένα τραγούδι παλιό που φαίνεται πως αγαπούσε πολύ κάποτε και το θυμήθηκε ξαφνικά τώρα έπειτα από τόσα πολλά χρόνια. Έπειτα σκύβει, ανοίγει ένα μεγάλο μπαούλο, βγάζει από μέσα ένα παλιό φόρεμα, το ξεδιπλώνει προσεκτικά και το φορά με πολύ αργές κινήσεις. Ακούγεται μονάχα ο επίμονος χτύπος ενός ρολογιού. Η Κίττυ δεν φαίνεται πια πουθενά. Έχει ήδη ξημερώσει. Έξω η πόλη ξυπνά αργά αργά σαν από λήθαργο αιώνων και οι πρώτοι διαβάτες περνούν μελαγχολικοί και αμίλητοι κάτω από το παλιό κτίριο της οδού Πρίνσενγκραχτ. Μερικοί μοναχικοί ποδηλάτες διασχίζουν την όχθη του καναλιού. Ακούγεται ο θόρυβος των πρώτων τραμ. Σιωπηλοί επιβάτες θα πηγαίνουν ήδη προς τις δουλειές τους. Μισοκοιμισμένοι ακόμα, θα ακουμπούν ίσως το κεφάλι τους πάνω στο τζάμι το υγρό από την πρωινή πάχνη. Εκείνη φορώντας το φόρεμα της προχωρά προς το βάθος και στέκεται ακίνητη στη σκιά. Βρίσκεται ήδη πολύ μακριά ή ονειρεύεται απλώς με τα μάτια μισάνοιχτα. Ίσως άρχισε πάλι να χιονίζει στο Άμστερνταμ, ίσως πάλι η Μιπ να στέκεται στο κατώφλι με το γούνινο καπέλο και το παλτό της σκεπασμένα με χιόνι. Ο χρόνος, αν και τραυματισμένος θανάσιμα, συνεχίζει να κυλά όπως πριν. Εκείνη βρίσκεται ήδη πολύ μακριά αλλά μια μέρα θα επιστρέψει πετώντας πάνω από σκοτεινές όχθες και κανάλια. Μια μέρα θα επιστρέψει με το πρόσωπο κρυμμένο μέσα σε μια πυκνή ομίχλη. Μια μέρα θα επιστρέψει και κρατώντας μια αδύναμη λάμπα γκαζιού πάνω από τη λευκή σελίδα θα φωτίσει μία μία αυτές τις λέξεις.
(ανάθεση συγγραφής έργου)
Σκηνοθεσία: Σίσσυ Παπαθανασίου
Φωτισμοί: Ολυμπία Μυτιληναίου
Sound Design: DNA Lab
Κοστούμι: Άση Δημητρολοπούλου
Body Painting: Δήμητρα Γιατράκου
Ερμηνεύει η Ραφίκα Σαουίς
Ακούγονται ο Λέανδρος Πολενάκης και η μικρή Μάγδα Παρασκευά