Τσιμάρας Τζανάτος, Η Εκκρεμότητα
Ένας άντρας και μια γυναίκα ασφυκτιούν εγκλωβισμένοι σε ένα παράξενο κουκλόσπιτο. Προσπαθούν να θυμηθούν, να ανακαλέσουν την αρχή της ιστορίας, ανάμεσα σε μακρινούς παραμορφωμένους ήχους και αντίλαλους. Εξομολογούνται, μεταμφιέζονται, προσπαθούν να ντύσουν τον φόβο με τις κατάλληλες λέξεις. Στον παράδοξο κόσμο της Εκκρεμότητας, οι ήρωες προσπαθούν να χωρέσουν την ύπαρξή τους και να αντέξουν το βάρος μιας βίαιης πραγματικότητας.
Γ (στο κοινό): Ο πόνος, ακόμα κι αόριστος, πονάει. Ίδιος πάντα. Σαν ένας. Γι’ αυτό και κανείς δεν έφτιαξε βαθμίδες πόνου. Ο πόνος δεν μετρήθηκε. Ποτέ. Και ιστορικά να το δει κανείς. Ποτέ. Άρα. Και να ήθελε κάποιος. Υποθετικά. Έστω. Πώς θα το έκανε; Θα έβαζε τους πόνους στη σειρά; Θα τους παρέτασσε; Τον έναν πόνο δίπλα στον άλλο; (Χασκογελάει.)
Και πώς θα τους μέτραγε; Με μεζούρα; Θα έπαιρνε το ύψος τους; Ή θα τους ζύγιζε; Σε ζυγαριά! Να βρει το βάρος του κάθε πόνου. Χωριστά!
(Γελάει.)
Και ποιος ξέρει να πει…
(Στο κοινό.)
Ο πόνος μετριέται από το -πόσο μεγάλος είναι; Ή από το πόσο- βαρύς είναι;
(Κοιτάζει το κοινό περιμένοντας απάντηση.)
Ποιος παίρνει την ευθύνη να απαντήσει;
(Παύση.)
Εσύ.;
(Ο Α σωπαίνει. Η Γ γελάει. Μιλάει με σαρκασμό στα όρια της οργής.)
Κι αν -αυθαίρετα- κάποιος το αποφάσιζε.- Πες πως συνέβαινε. Κι είχε τους πόνους μαζεμένους. Όλους μαζί. Πώς θα άντεχε ο πόνος, κι άλλον πόνο; Δίπλα του. Τελείως παράλογο! Θα ήταν!
(Γελάει καγχάζοντας.)
Αλλά – δεν είναι. Παράλογο. Γιατί – ο πόνος, μόνο τον εαυτό του αναγνωρίζει. Νομίζει πως άλλος πόνος δεν υπάρχει. Μόνο αυτός.
(Παύση.)
Α: Το είδα και στον καθρέφτη του αυτοκινήτου την ώρα που έφευγε. Με είδα και στάθηκα. Να με κοιτάω που έπαιρνε μαζί του το είδωλό μου.
(Παύση)
Κοίταξα γύρω μου. Είδα ένα βουνό από σκουπίδια. Μύριζε. Σάπιο. Ανέβηκα με αργά βήματα στη κορυφή. Βούλιαζαν τα πόδια μου. Έβαζα τα χέρια μου και σηκωνόμουν. Μέχρι που έφτασα. Και… Ξάπλωσα. Ξημέρωνε. Πουλιά μαζεύτηκαν. Σήκωσα το χέρι μου να με δουν. Μη με περάσουν για σκουπίδι. Κι εμένα. Αφού στα σκουπίδια. Σκουπίδι. Πια. Κι εγώ.
(Σιωπή)
Γ: Ήρθαν φορτηγά. Μπουλντόζες τεράστιες με ατσάλινα δόντια. Να φάνε ήρθαν. Τα αποφάγια μας… Πώς κατέληξε ο κόσμος, τα ψίχουλά του να είναι περισσότερα από το ψωμί του.
Α: Έπρεπε να φύγω. Πέρασα ανάμεσα από τους εργάτες τρεκλίζοντας. Σφύριζαν οι εργάτες καθώς πέρναγα. Κοίταζα μπροστά. Να μη βλέπω. Τα γέλια τους.
Γ: Όταν κοιτάς μπροστά δεν βλέπεις. Όταν κοιτάς πίσω μόνο βλέπεις. Γι’ αυτό και δεν πάμε με τη πλάτη οι άνθρωποι. Για να μη μπορούμε να δούμε πίσω μας. Μας προστατεύει η φύση μας. Από το αφόρητο.
Ομάδα Nova Melancholia
Σκηνοθεσία: Βασίλης Νούλας