
Αντωνακάκη Αναστασία

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι Δρ Κίνησης και Εικόνας (Παραστατικές Τέχνες/Κοινωνιολογία, ΑΠΘ). Έχει σπουδάσει Νομική, Κοινωνιολογία, Χορό, Θέατρο και Κινηματογράφο. Έχει εργαστεί σε θέσεις χορογράφου, καλλιτεχνικής διεύθυνσης, παραγωγής, συγγραφής, σκηνοθεσίας.
Έχει διδάξει θέατρο, χορό και τη σχέση θεάτρου-κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε δραματικές σχολές. Έχει δουλέψει με ηθοποιούς και χορευτές στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στην Τσεχία, στη Σερβία.
Τα τελευταία χρόνια γράφει και σκηνοθετεί τα δικά της έργα.
Ξεκινώντας από το θέατρο, προσεγγίζει και τον κινηματογράφο, με έργα της να έχουν ταξιδέψει σε φεστιβάλ και χώρους τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Clermont-Ferrand, Art Number 23, Dance Films ft Filmat Lincoln Center).
Ερωτήσεις & Απαντήσεις
⦁ Η Γραφή. Πως ανακαλύψατε ότι σας ενδιαφέρει και ποια είναι η διαδρομή που ακολουθήσατε;
Δεν ξέρω αν μπορώ να ξεχωρίσω το πώς ακριβώς ανακάλυψα ότι με ενδιαφέρει η γραφή, γιατί θυμάμαι να παλεύω με τις λέξεις από τότε που είπα τις πρώτες μου. Ίσως να προέκυψε ως φυσική ροή, μέσα από το ότι διάβαζα λογοτεχνία και ποίηση από μικρή ηλικία – Τουργκένιεφ, Χάουαρντ Ζιν και Σαχτούρης ήταν μερικοί απ’ τους αγαπημένους μου συνομιλητές. Μάλλον είχα την ανάγκη να αρχίσω να καταγράφω κι εγώ το πώς βλέπω τον κόσμο. Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι, δεν με νοιάζει τόσο να εξηγήσω τον κόσμο, όσο να τον περιγράψω. Νομίζω ότι ξεκίνησα από κάτι που αισθανόμουν, και που το έβλεπα σε εικόνες. Και δεν είμαι ζωγράφος. Οπότε, για να φτάσω στην εικόνα, έπρεπε να δουλέψω με τα δικά μου υλικά – τις λέξεις. Οι λέξεις είναι κάτι σαν τα χρώματα για το θέατρο – τις χρησιμοποιούμε, για να ζωγραφίσουμε εικόνες. Μεγαλώνοντας, ήρθε καιρός που απογοητεύτηκα από τις λέξεις, από την υποκρισία τους. Απογοητεύτηκα τόσο πολύ, που στράφηκα σχεδόν αποκλειστικά στον χορό. Η κίνηση δεν λέει ψέμματα, σκεφτόμουν. Ο χορός είναι η συγγνώμη της φύσης για τις λέξεις. Φυσικά, ο χορός είναι πιο σοφός από εμένα και με ταξίδεψε ξανά πίσω στις λέξεις – τις δικές μου, αυτή τη φορά. Μου δίδαξε την αξία της σιωπής – τη δύναμη που χαρίζει η σιωπή στις λέξεις. Και μου έμαθε να μην τις φοβάμαι πια. Στο κάτω-κάτω, είναι απλώς χρώματα.
⦁ Το πρώτο κείμενο. Πως γράψατε και κάτω από ποιες συνθήκες το πρώτο σας θεατρικό έργο;
Θεωρώ το Κεφάλαιο το πρώτο μου θεατρικό έργο, γιατί μέχρι πριν από αυτό ακολουθούσα μια κάπως ανορθόδοξη μέθοδο στο πώς δούλευα. Ξεκινούσα από την ιδέα, δομημένη σε πολύ βασικές κατευθύνσεις, την οποία επικοινωνούσα στους ηθοποιούς και τους χορευτές και με αυτή τη βάση, ξεκινούσαμε τις πρόβες. Αυτή τη διαδικασία, περισσότερο θα την χαρακτήριζα ως σύλληψη και λιγότερο ως θεατρικό έργο. Μπορεί να κατέληγε ως θεατρικό έργο, αλλά αργούσε πολύ να γίνει τέτοιο. Με το Κεφάλαιο είναι σαν να κλείνει ένας κύκλος και να ανοίγει ένας καινούργιος. Ξεκινώντας το Κεφάλαιο, αφιερώθηκα στην συγγραφή. Με τραβούσαν δύο αντίθετες δυνάμεις: από την μία, να αφήσω πίσω ό,τι ήξερα, ό,τι είχα κάνει ως τότε. Κι από την άλλη, να το συμπεριλάβω μέσα στο έργο μου. Να αναγεννηθώ, χωρίς να ξεχνάω την ως εδώ διαδρομή μου. Αλλά και χωρίς να την αφήνω να σταθεί εμπόδιο. Η υλική συνθήκη ήταν δύσκολη – η περίοδος που αποφάσισα να γράψω το Κεφάλαιο, ήταν ίσως από τις πιο αβέβαιες, από τις πιο μαύρες. Οικονομικά προβλήματα, θέματα υγείας, ζητήματα στέγασης. Πώς πήρα την απόφαση να γράψω το Κεφάλαιο; Πριν λίγα χρόνια, σ’ αυτήν την ερώτηση θα απαντούσα “ήθελα και το έκανα”. Σήμερα, απαντάω ότι δεν πήρα εγώ την απόφαση να το γράψω. Αυτό πήρε την απόφαση να με επισκεφτεί. Εγώ, είμαι απλώς ο αγωγός του. Είμαι απλώς η τεχνίτης που δούλεψε τα υλικά του, μέχρι να φτάσει να μεταμορφωθεί σε αυτό που είναι σήμερα.
⦁ Η καθημερινότητα. Πως εγγράφεται το συγγραφικό σας έργο στους ρυθμούς της καθημερινής ζωής σας, προσωπικής / επαγγελματικής;
Η γραφή είναι, πια, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Αγαπώ να γράφω τις πολύ πρωινές ώρες – καθώς ξυπνάει η φύση της πόλης, υπάρχει μια ησυχία που μου φαίνεται ελκυστική και δημιουργική. Όπως η αυγή κυοφορεί την μέρα και λίγο αργότερα, η μέρα γεννιέται στον ήλιο – την ίδια πορεία ακολουθούν και οι ιδέες. Από το μυαλό μεταγράφονται στο χαρτί, και μετά στους ανθρώπους, και μετά στη σκηνή. Η γραφή συνδυάζεται πάντα με την σωματική δουλειά. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η σχέση λέξης και σώματος. Για εμένα, αυτή η σχέση τελεί σε καθεστώς μόνιμης έρευνας. Φυσικά, πολλές φορές έχει συμβεί να με χτυπήσει κατακέφαλα ο συνδετικός κρίκος που έψαχνα καιρό για να βγάλει νόημα μια ιδέα, σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή. Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα προσπαθήσω να το σημειώσω σε χαρτί ή σε μορφή μηνύματος στο κινητό. Αν δεν μπορώ καθόλου να το κάνω αυτό, προσπαθώ να επαναλάβω πάρα πολλές φορές από μέσα μου αυτό που σκέφτηκα, ώστε να εντυπωθεί στο μυαλό μου – και όταν ξαναπιάσω το έργο, να μου έρθει ξανά αυτό που σκέφτηκα. Για την ακρίβεια, τις περισσότερες φορές, κάπως έτσι βγάζει νόημα η ιδέα: την καταγράφεις στην αρχική της μορφή και μετά την αφήνεις, να βγάλει τα μπουμπούκια της μέσα στο μυαλό σου. Και όσο την αφήνεις στην ησυχία της και δεν την ζορίζεις, τόσο περισσότερο ανθίζει. Αρκεί να είσαι έτοιμη να αποτυπώσεις τα άνθη της. Αν αυτό είναι αγχωτικό στην καθημερινότητα; Είναι. Πολύ. Αλλά, ταυτόχρονα, είναι και υπέροχο. Αν κάνεις πως δεν βλέπεις τα λουλούδια, θα μαραθούν – και οι ρίζες τους θα μαραθούν και στο τέλος θα χαθούν. Και, νομίζω ότι ο κόσμος μας δεν αντέχει να χάσει άλλη ομορφιά.
⦁ Η «μεταφορά», η «σκηνική μεταγραφή» του έργου σας. Πως θα ορίζατε τη σχέση σας με τη σκηνική παρουσίαση των κειμένων σας;
Η συγγραφή του έργου συμπορεύεται με τη σκηνική του μεταγραφή. Βαδίζουν παράλληλα. Συζητούν. Διαφωνούν. Τσακώνονται. Μερικές φορές, τσακώνονται πολύ. Πάντως, συμπορεύονται. Σκηνοθετώ, οπότε δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Γράφοντας το έργο, έχω πάντα στο μυαλό μου τη σκηνοθεσία, όχι με απόλυτη ακρίβεια. Πάντως, είναι εκεί. Με συντροφεύει με εικόνες, με βοηθάει να πάρω αποφάσεις, συγκεντρώνει το χάος μου – και κυρίως, μεσολαβεί για να τα ξαναβρώ με τις λέξεις, όταν μαλώνουμε πολύ. Με ιντριγκάρει πολύ το να δω στο μέλλον πώς θα μεταγράψει σκηνικά το έργο μου ένας άλλος άνθρωπος που θα θελήσει να το σκηνοθετήσει.
⦁ Συμφωνείτε ή διαφωνείτε ότι ερμηνεία και μετάφραση είναι συγκοινωνούσες όψεις της δουλειάς σας;
Συμφωνώ απόλυτα. Είμαι πολύ τυχερή που έχω φίλους μεταφραστές και με έχουν αφήσει να κοιτάξω μέσα στο δημιουργικό “εργαστήρι” της δουλειάς τους. Η μετάφραση ενός έργου μου φαίνεται διαδικασία δύσκολη, έως τρομακτική, και ταυτόχρονα τρομερά γοητευτική. Θαυμάζω τους ανθρώπους που καταπιάνονται μ’ αυτήν την μεριά της γραφής και τους θεωρώ ιδιαίτερα ικανούς και ταλαντούχους. Η επικοινωνία του έργου με ανθρώπους από άλλους πολιτισμούς είναι μεγάλη ευλογία. Γι’ αυτό και θεωρώ σπουδαία τύχη το να έχω την ευκαιρία να μεταφραστεί η δουλειά μου σε άλλες γλώσσες.
⦁ Ζούμε στην εποχή της ΑΙ και της τεχνολογίας. Πως επηρεάζει εσάς και πως κατά τη γνώμη σας επηρεάζεται η θεατρική πράξη;
Το θέατρο είναι μέρος της κοινωνίας που ζούμε. Επηρεάζεται από ό,τι συμβαίνει γύρω του. Η οθόνη είναι πια μέρος της καθημερινής μου ζωής – άρα, θα είναι μέρος και του κειμένου που γράφω, θα είναι μέρος και της σκηνής που δουλεύω. Προς το παρόν, αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι ο χρόνος. Η σχέση μας με την τεχνητή νοημοσύνη μας κάνει πιο ανυπόμονους ως προς αυτά που περιμένουμε από τους ανθρώπους μας, τους συνεργάτες μας; Η ΤΝ ανταποκρίνεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Γιατί να περιμένω το πώς θα επεξεργαστεί ένας άνθρωπος μια πληροφορία, αφού μπορεί να το κάνει η ΤΝ πολύ πιο γρήγορα; Πώς αυτό θα επηρεάσει την επικοινωνία μου με τους συνεργάτες μου σε βάθος χρόνου; Θα απαιτώ την αποτελεσματική επεξεργασία των πληροφοριών που τους δίνω μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο; Θα απαιτούν κι αυτοί το ίδιο από εμένα; Και τι θα συμβαίνει όταν δεν θα μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτήν την ταχύτητα; Θα μπορούμε να βρίσκουμε, ξανά και ξανά, αυτό που μας κρατάει μαζί; Θα μπορούμε να προστατεύουμε τη δημιουργική διαδικασία, που συστατικό της στοιχείο είναι ο χρόνος; Ο χρόνος είναι το βασικό στοιχείο της θεατρικής πράξης. Χρειάζεται χρόνος, για να επωαστεί η ιδέα, να περάσει από την συγγραφή, να γίνει έργο, να επικοινωνηθεί με τους δημιουργικούς συνεργάτες. Ο Μπρεχτ, το 1939, στην διάλεξή του “Για το Πειραματικό Θέατρο” αναρωτιόταν: “Πώς μπορεί ο αλύτρωτος, ο απληροφόρητος άνθρωπος του αιώνα μας, με τη δίψα της ελευθερίας και την πείνα για γνώση που τον κατατρώγουν, πώς μπορεί ο βασανισμένος και ηρωικός, ο καταπατημένος και πολυμήχανος άνθρωπος, ο τόσο ευάλωτος και που όμως μπόρεσε να αλλάξει τον κόσμο – πώς μπορεί ο άνθρωπος αυτού του μεγάλου και άγριου αιώνα μας ν’ αποχτήσει το δικό του θέατρο, που θα τον βοηθήσει να κυριαρχήσει πάνω στον κόσμο και τον εαυτό του;”. Πώς γίνεται τα ερωτήματα που θέτει ο Μπρεχτ το 1939 να είναι τόσο επίκαιρα το 2025; Πώς γίνεται να υπάρχει τόσο μεγάλη ροή πληροφορίας και να συνεχίζει ο άνθρωπος να παραμένει ουσιαστικά απληροφόρητος και αλύτρωτος;
⦁ Πόλεμοι, οικολογική καταστροφή, οικονομικά προβλήματα και αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες. Υπεισέρχονται στη γραφή και το έργο σας?
Τα οικονομικά προβλήματα που έχω κληθεί να αντιμετωπίσω, η οικονομική ασφυξία, για την ακρίβεια, ειδικά των τελευταίων ετών, ήταν μάλλον η συνειδητή κινητήριος δύναμη για να γράψω το Κεφάλαιο. Αισθάνομαι ότι η φτώχεια είναι μια κατάσταση για την οποία δεν μιλάμε αρκετά. Δεν μιλάμε ξεκάθαρα γι’ αυτήν, σαν να ντρεπόμαστε που βιώνουμε αυτήν την απελπισία, αυτό το μαύρο σκοτάδι που συχνά μας λυγίζει σε σημείο που δεν αντέχουμε πια τον εαυτό μας. Δεν μιλάμε για τα γυάλινα ταβάνια που ματώνουμε για να τα σπάσουμε και να φτάσουμε τον ουρανό μας. Όσο λιγότερα έχουμε, τόσο πιο κοφτερό είναι το τζάμι.
Ιδιαίτερο χώρο, σε ό,τι έχω κάνει ως τώρα, αφιερώνω στο κομμάτι της γυναίκας. Όχι ως “γυναίκα συγγραφέας” ή “γυναίκα σκηνοθέτης”, γιατί αυτό δημιουργεί το Άλλο, το Otherness – υπάρχουν οι δημιουργοί και οι γυναίκες δημιουργοί, οπότε οι γυναίκες δεν είναι δημιουργοί, είναι κάτι Άλλο. Κάτι Εκτός. Ευχαριστώ τις γυναίκες που με βοήθησαν να αντιληφθώ αυτήν την κατασκευή – την Τώνια Μαρκετάκη, την Agnes Varda, την Greta Gerwig, σε μια εντελώς ενδεικτική η απαρίθμηση. Οπότε, δεν μιλάω γι’ αυτό και ως αυτό. Μιλάω, όμως, για τα γυάλινα ταβάνια που έχω ματώσει για να σπάσω, ως γυναίκα. Γι’ αυτά τα ταβάνια που είναι συνοδευτικά της ταυτότητάς μου, ως γυναίκα. Γι’ αυτά ναι, μιλάω και μάλιστα πολύ.
Και για τον ουρανό, μιλάω ακόμη πιο πολύ.
Κάτι ακόμη που έχει ιδιαίτερη θέση στη γραφή και το έργο μου είναι το κομμάτι που αφορά το μεταναστευτικό. Αισθάνομαι μια ιδιαίτερη σύνδεση, ίσως γιατί μέρος της οικογένειάς μου υπήρξε μετανάστης, ίσως και γιατί μεγάλωσα μαζί με μετανάστες από μικρό παιδί. Πρώτα μεγάλωσα μαζί τους και μετά έμαθα τι σημαίνει μετανάστης. Αισθάνομαι μια ιδιαίτερη σύνδεση, ίσως και επειδή με απασχολεί το ζήτημα της γλώσσας. Όταν αναγκαζόμαστε να φύγουμε από την γλώσσα που μεγαλώσαμε και να πάμε σε μια άλλη, τι γίνεται τότε; Σε ποια γλώσσα σκεφτόμαστε, ονειρευόμαστε, ερωτευόμαστε; Και, με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι νέες πραγματικότητες που δημιουργούνται. Ένας άνθρωπος που ζει 20 χρόνια σε μια χώρα, ναι μεν φέρει τις μνήμες του τόπου που μεγάλωσε, αλλά πλέον φέρει μνήμες κι από τον τόπο που ζει. Ανακατευόμαστε και ζούμε όλοι μαζί, οι μνήμες που φτιάχνουμε έχουν πολλά χρώματα και χροιές – πώς αυτό το ανακάτεμα αντανακλάται στις παραδόσεις των τόπων μας και πώς δημιουργεί καινούργιες παραδόσεις; Άλλωστε, η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία μετακινήσεων. Εμείς βρισκόμαστε σήμερα εδώ, επειδή κάποιος πριν από εμάς μετακινήθηκε.
Η οικολογική καταστροφή πιστεύω ότι είναι πάντοτε το ευρύτερο περιβάλλον του χώρου, μέσα στον οποίο διαδραματίζεται το κάθε μου έργο. Ο πόλεμος, η οικολογική καταστροφή, η δίωξη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών – είναι όπως αυτό που είπα προηγουμένως για την τεχνητή νοημοσύνη: η γραφή και το έργο μου είναι μέρος της κοινωνίας που ζω. Δεν μπορεί να μην επηρεάζεται από ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Ακόμη κι αν γράψω σαν να μην συμβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά, κι αυτό είναι μια επιλογή που κάνω, επηρεασμένη από τον φυσικό κόσμο που υπάρχει γύρω μου.
⦁ Ο Μύθος. Οι Μύθοι. Ποια η σχέση σας?
Αντί άλλης απάντησης, αναφέρομαι στα λόγια του Θεόδωρου Τερζόπουλου, από το μήνυμά του για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2025: “Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως ένα εργαστήρι συνύπαρξης των διαφορετικοτήτων, χωρίς να λάβει υπόψιν του το τραύμα που αιμορραγεί; Το τραύμα αιμορραγεί και μας καλεί να ανακατασκευάσουμε τον Μύθο. Κι όπως λέει ο Χάινερ Μύλλερ, «ο μύθος είναι ένα σώρευμα, μια μηχανή, στην οποία μπορούν να προσαρτώνται συνεχώς καινούργιες κι άλλες μηχανές. Μεταφέρει την ενέργεια ώσπου η αυξανόμενη ταχύτητα να ανατινάξει τον κύκλο του πολιτισμού» και, θα πρόσθετα, τον κύκλο της βαρβαρότητας. [… ] Ερωτήματα που δεν επιδέχονται οριστικές απαντήσεις, επειδή το θέατρο υπάρχει και μακροημερεύει χάρη στα αναπάντητα ερωτήματα. […] Ας κοιτάξουμε στα μάτια τον Διόνυσο, τον εκστατικό θεό του θεάτρου και του Μύθου, που ενώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον· τέκνο δύο γεννήσεων, του Δία και της Σεμέλης, εκφραστής ρευστών ταυτοτήτων, γυναίκα και άνδρας, οργισμένος και πράος, θεός και ζώο, στο μεταίχμιο μεταξύ τρέλας και λογικής, τάξεως και χάους, ακροβάτης στο όριο της ζωής και του θανάτου. Ο Διόνυσος θέτει το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα «περί τίνος πρόκειται», ερώτημα που ενεργοποιεί τον δημιουργό προς την κατεύθυνση μιας ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του μύθου και των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος.”
⦁ Τι θα θέλατε να ξέρει για σας το κοινό; Τι αγαπάτε πολύ?
Αγαπάω πολύ την αλήθεια κι άλλο τόσο τα παραμύθια. Αγαπώ τη μαγεία, την τελετουργία και τον μεταφυσικό ωμό ρεαλισμό. Τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις. Τους ανθρώπους που κάνουν διαφορετικά πράγματα από εμένα. Αγαπώ να μαθαίνω από ανθρώπους που κάνουν διαφορετικά πράγματα από εμένα. Από ανθρώπους που έρχονται από πολιτισμούς κι από μέρη που δεν έχω ακόμη γνωρίσει. Αγαπώ τα παλιά βιβλία, τον ελληνικό καφέ και την ποπ μουσική. Τα ήρεμα πρωινά, τον ήχο των κρουστών και τη ροή της αναπνοής. Τον ήλιο, τα αστέρια και τα τριαντάφυλλα. Την ευγενική καλοσύνη. Αγαπώ να μαθαίνω γλώσσες. Να βλέπω θέατρο σε γλώσσες που δεν μιλάω, χωρίς υπέρτιτλους. Να ακούω πειραγμένα κείμενα σε αρχαία θέατρα. Να συνδυάζω όλα αυτά που μοιάζουν ασύνδετα. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι σαν την φύση. Ζούμε μέσα της και δεν μας χρωστάει τίποτα – εμείς της χρωστάμε. Αγαπώ αυτό που λέει ο Λυντς – δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι απαιτούν από την τέχνη να βγάζει νόημα, τη στιγμή που αποδέχονται ότι η ζωή τους δεν βγάζει κανένα. Αγαπώ να ξεβολεύομαι, όσο κι αν μου κοστίζει. Αγαπώ να φτιάχνω χρόνο. Αγαπώ, όσο και με απελπίζει, το ότι ακόμη και στην ακινησία υπάρχει κίνηση. Αγαπώ να βρίσκομαι στην πρόβα, να ανακαλύπτω τον ρυθμό των λέξεων, να δουλεύω με μετρονόμο. Και, αγαπώ να ζω το σώμα να φτιάχνει την γλώσσα του.